Στη λογοτεχνική κριτική, η φανερή ή υπαινικτική παρουσία του/της συγγραφέα μέσα στο κείμενο αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες αντικείμενο συζήτησης, ενίοτε δε και ερμηνευτικής ή ιδεολογικής διαμάχης. Αν εξαιρέσουμε ορισμένα είδη γραφής (π.χ. προσωπικό ημερολόγιο, απομνημονεύματα, αυτοβιογραφία), τα οποία απαιτούν εξ ορισμού τη φανερή παρουσία των συγγραφέων τους, στα περισσότερα είδη γραφής ο/η συγγραφέας μπορεί να αποσυρθεί στο παρασκήνιο και να αναθέσει την αφήγηση της ιστορίας σε ένα πλασματικό πρόσωπο. Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν μένει ποτέ εντελώς αθέατος. Μπορεί να ενδύσει τόσο τον αφηγητή όσο και άλλα πρόσωπα του έργου με δικά του αυτοβιογραφικά στοιχεία, ενώ η παρουσία του παραμένει αισθητή και αναγνωρίσιμη στις δημιουργικές επινοήσεις της αφήγησης, στους τίτλους των κεφαλαίων, στη συνάρθρωση των επιμέρους στοιχείων και στη συνολικότερη δομή του κειμένου.
Η επιλογή της οπτικής γωνίας (point of view) από την οποία θα αφηγηθούμε την ιστορία μας είναι, λοιπόν, μία από τις κρίσιμες αποφάσεις που χρειάζεται να πάρουμε, πριν αρχίσουμε να γράφουμε. Μέχρι να αποφασίσουμε ποιος θα είναι ο αφηγητής και τι είδους σχέση θα έχει με τους δρώντες της ιστορίας, μπορούμε πάντα να πειραματιστούμε με τη γραφή σε πρώτο, δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο και στη χρήση των αντίστοιχων προσωπικών αντωνυμιών στον ενικό και στον πληθυντικό αριθμό. Η αφηγηματική τεχνική που θα επιλέξουμε τελικά θα καθορίσει τόσο τη δική μας σχέση με το κείμενο όσο και το εύρος του διαμεσολαβητικού ρόλου που καλείται να παίξει ο αφηγητής ανάμεσα σ’ εμάς και τους αναγνώστες.
Εγώ
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι αυτοαναφορική και αναδεικνύει τη μοναδική φωνή του Εαυτού. Ο αφηγητής, η αφηγήτρια είναι μέρος της ιστορίας και την αφηγείται από την προσωπική του/της θέση είτε ως άτομο, είτε ως μέλος της ομάδας στην οποία ανήκει. Μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ή δευτερεύοντα ρόλο και να περιγράφει την εξέλιξη της ιστορίας από μέσα, αλλά μπορεί επίσης να είναι και αμέτοχος/η στα γεγονότα και να τα περιγράφει από τις παρυφές της δράσης ως αυτόπτης μάρτυρας ή ως απλός παρατηρητής. Και στις δυο παραλλαγές, εστιάζει κατά κύριο λόγο στον εαυτό του/της. ενώ οι πληροφορίες που παρέχει στους αναγνώστες είναι υποκειμενικά χρωματισμένες από τις γνώσεις, τα βιώματα, τις αναμνήσεις, τις συνήθειες, την ψυχική διάθεση, τις πεποιθήσεις, τις εντυπώσεις ή ακόμα και τις προκαταλήψεις του/της σχετικά με όσα βλέπει και ακούει.
Παράδειγμα: «Σήμερα βρέχει καταρρακτωδώς και δεν μπορούμε να πάμε για τζόκινγκ. Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί ποτέ δεν μ’ άρεσε το τρέξιμο. Το κάνω μόνο και μόνο για να μη φαίνομαι κατώτερη από τους άλλους στην παρέα. Σήμερα μπορώ επιτέλους να χουχουλιάσω στον καναπέ μου χωρίς ενοχές.»
Εσύ
Η δευτεροπρόσωπη αφήγηση επιδιώκει να καταστήσει τους αναγνώστες μέρος της ιστορίας, περιγράφοντας τις πράξεις, τις σκέψεις, τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους με τη δική τους φωνή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αφήγησης στο δεύτερο πρόσωπο είναι οι διαφημίσεις: Ο αφηγητής περιγράφει αυτό που «εσύ» κάνεις και ταυτόχρονα υποδεικνύει την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθείς, για να λύσεις το πρόβλημά σου ή να ικανοποιήσεις την επιθυμία σου. Σε άλλες περιπτώσεις, το «εσύ» επιδιώκει να εξατομικεύσει μια γενική κατάσταση που αφορά πολλούς ανθρώπους με κοινές εμπειρίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, κάθε «εσύ» που διαβάζουμε ή ακούμε μας καλεί να δούμε τον εαυτό μας να βιώνει μια ανάλογη εμπειρία.
Παράδειγμα: «Τα ΜΜΜ είναι σε άθλια κατάσταση. Τα λεωφορεία αργούν πολύ. Πρέπει να περιμένεις στη στάση για πάνω από μισή ώρα.»
Καθιστώντας τους αναγνώστες κεντρικούς χαρακτήρες της ιστορίας, η δευτεροπρόσωπη αφήγηση επιδιώκει μια στοχαστικότερη αναγνωστική εμπειρία που ενεργοποιεί την ενσυναίσθηση και τον προβληματισμό γύρω από τις κρυμμένες πτυχές ή τις απώτερες συνέπειες κάποιου διακυβεύματος.
Αυτός-ή-ό
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση είναι ο πιο συνηθισμένος τρόπος αφήγησης στα περισσότερα είδη γραφής. Ο αφηγητής βρίσκεται έξω από τα γεγονότα της ιστορίας και δεν σχετίζεται με κανέναν από τους δρώντες. Περιγράφει τις καταστάσεις σαν να τις παρακολουθεί από απόσταση και συσχετίζει τις πράξεις των προσώπων, αναφερόμενος σε αυτά με τα ονόματά τους και τη χρήση των αντίστοιχων προσωπικών αντωνυμιών. Για παράδειγμα, «Η Μαίρη είπε… Ο Γιώργος της απάντησε…» Υπάρχουν κι εδώ διάφορες παραλλαγές ανάλογα με τον όγκο των προσφερόμενων πληροφοριών και τα σημεία στα οποία εστιάζει ο εκάστοτε αφηγητής.
Ο «παντογνώστης» αφηγητής ή «αφηγητής-Θεός», όπως έχει χαρακτηριστεί, δεν έχει συγκεκριμένη εστίαση. Αφηγείται όλα τα επεισόδια της ιστορίας από τη θέση ενός εξωτερικού παρατηρητή που είναι πανταχού παρών ανά πάσα στιγμή και γνωρίζει τα πάντα γύρω από τις κρυφές σκέψεις, τα συναισθήματα και τα κίνητρα κάθε χαρακτήρα. Στην περίπτωση αυτή, οι αναγνώστες έχουν πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες για τα γεγονότα και τη δράση των προσώπων.
Ο πανοπτικός χαρακτήρας της τριτοπρόσωπης αφήγησης περιορίζεται, όταν ο συγγραφέας εστιάζει σε ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα-αφηγητή, ο οποίος αναλαμβάνει μεν να οδηγήσει την ιστορία, αλλά δεν γνωρίζει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα κίνητρα των άλλων χαρακτήρων. Οι αναγνώστες έχουν τη δυνατότητα να κρυφοκοιτάζουν στην ψυχή του αφηγητή, αλλά παραμένουν αβέβαιοι για τα κίνητρα των άλλων προσώπων. Ενδιαφέρουσες παραλλαγές αυτού του τρόπου αφήγησης με εστίαση είναι η εναλλαγή των προσώπων που αφηγούνται και η περιγραφή του ίδιου γεγονότος από διαφορετικά πρόσωπα της ιστορίας.
Όταν ο αφηγητής, η αφηγήτρια περιγράφει τα εξωτερικά γεγονότα χωρίς να αναφέρεται στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα κίνητρα κάποιου από τους χαρακτήρες της ιστορίας, η αφήγηση αποκτά ένα πραγματολογικό τόνο που υποδηλώνει την «αντικειμενικότητα» ή την «αληθοφάνεια» των περιγραφών. Η αφήγηση δεν χρωματίζεται από υποκειμενικές γνώμες και δεν παρέχει στους αναγνώστες πληροφορίες για όσα συμβαίνουν στο παρασκήνιο. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των αστυνομικών μυθιστορημάτων και των έργων μυστηρίου στα οποία ο κεντρικός χαρακτήρας δρα στην αφάνεια και οι αναγνώστες χρειάζεται να εντείνουν την παρατηρητικότητά τους, αναζητώντας τη λύση του μυστηρίου στις πράξεις όλων των χαρακτήρων.
Προτεινόμενα αναγνώσματα
Genette, G., L. Marin & M. Mathieu-Colas. Τα όρια της διήγησης, μτφρ. Έλενα Θεοδωροπούλου, Αθήνα: Εκδ. Καρδαμίτσα, 2010.
Τζούμα, Άννα, Εισαγωγή στην αφηγηματολογία. Θεωρία και εφαρμογή της αφηγηματικής τυπολογίας του Gerard Genette, Αθήνα: Εκδ. Συμμετρία, 1997.
Εσείς
Περιγράψτε την αίσθηση που έχετε όταν βρίσκεστε μέσα στο πλήθος και όταν παρατηρείτε το πλήθος από μακριά.