Την Τρίτη, 30 Απριλίου 2024, έφυγε από τη ζωή ο Πολ Όστερ. Το συγγραφικό του έργο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και θεωρείται πολυδιαβασμένος συγγραφέας, αν και περισσότερο γνωστός στην Ευρώπη παρά στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου γεννήθηκε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Μεταμοντέρνος και αυτοαναφορικός, ο Πολ Όστερ υπήρξε ακούραστος ερευνητής του συμπτωματικού, του τυχαίου και του μοιραίου, πλάθοντας χαρακτήρες που είναι και οι ίδιοι συγγραφείς. Οι αντιλήψεις του για τη γραφή αποκαλύπτουν την εσωτερική θύελλα που βιώνει ένας, μία συγγραφέας όταν γράφει και προτείνουν τρόπους για τη διαχείριση της συγγραφικής αποτυχίας.

Ισπανία 2006: Ο Πολ Όστερ ποζάρει στο έργο του Ισπανού γλύπτη και ζωγράφου της pop art, Eduardo Úrculo, το οποίο βρίσκεται στην Πανεπιστημιούπολη των Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Οβιέδο (Αυτόνομο Πριγκιπάτο των Αστουριών).
Γεννημένος το 1947 στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ από Εβραίους γονείς πολωνικής καταγωγής, ο Όστερ είχε δύσκολη παιδική ηλικία σε ένα ζοφερό οικογενειακό περιβάλλον που έκρυβε ένα οδυνηρό μυστικό, όπως μας αποκαλύπτει στην Επινόηση της μοναξιάς. Για να ξεφύγει από τη σκληρή πραγματικότητα που βίωνε, στράφηκε στη λογοτεχνία και άρχισε να συνομιλεί με συγγραφείς τους οποίους δεν εγκατέλειψε ποτέ. Ο Ντοστογιέφσκι, ο Θερβάντες, ο Στίβενσον, ο Ρεμπό, ο Πόε κ.ά. είναι παρόντες σε όλα του τα κείμενα, στα οποία κυριαρχούν ο εγκιβωτισμός, η διακειμενικότητα και η βαθιά πεποίθηση ότι μόνο μέσω της γραφής μπορούσε να βάλει μια τάξη στο χάος του εσωτερικού του κόσμου.
Πολλοί κριτικοί θεωρούν τα έργα του αυτοβιογραφικά και μια αέναη επιστροφή στα πρώτα παιδικά και εφηβικά τραύματα. Για τον ίδιο, όμως, δεν ήταν παρά περιπέτειες περιπλάνησης και παιχνίδια ταυτότητας σε μια νουάρ ατμόσφαιρα δυστοπίας. Από τον Ρεμπό πήρε το παιχνίδι ανάμεσα στο εγώ και τον άλλο του εαυτό, έναν ανυπότακτο άλλο εαυτό που αρνείται να αφομοιωθεί και διεκδικεί την αυτονομία του ως μία από τις πολλές εκδοχές του εγώ. Από τη μελέτη των Γνωστικών έμαθε να χρησιμοποιεί τη διαισθητική γνώση, για να κατανοήσει το τυχαίο και τη μοίρα, τον ξαφνικό θάνατο αλλά και την παράλογη δύναμη που μας καθιστά έρμαια μιας αργόσυρτης καθημερινής αλλοτρίωσης στις μεγάλες πόλεις. Πεπεισμένος ότι η επιστήμη δεν επαρκεί για να κατανοήσουμε το συμπτωματικό και το παράλογο, ο Όστερ στράφηκε σε εξωφυσικές ερμηνείες της πραγματικότητας από τις οποίες δεν εξαιρείται η ερμηνεία της γραφής. Στο Ημερολόγιο του χειμώνα, για παράδειγμα, περιγράφει την απόφασή του να γίνει συγγραφέας ως μια «φλογερή στιγμή φώτισης» και τις συνεχείς αποτυχίες ως εσωτερικές εμπειρίες που κάθε συγγραφέας έχει δικαίωμα να βιώσει με τον δικό του ευφάνταστο τρόπο.
Πράγματι, ο Όστερ γνώρισε πολλές απορρίψεις μέχρι να γίνει αποδεκτός από τον εκδοτικό χώρο και το αναγνωστικό κοινό. Ξεκίνησε την επαγγελματική συγγραφική του σταδιοδρομία, γράφοντας ιστορίες για το μπέιζμπολ για βιοποριστικούς λόγους. Τα φοιτητικά του χρόνια ήταν μια περίοδος βαθιάς πολιτικοποίησης αλλά και πολύ σκληρής δουλειάς με σκοπό να μαζέψει τα χρήματα που χρειαζόταν για να ζήσει στο Παρίσι. Ως μεταπτυχιακός φοιτητής της γαλλικής λογοτεχνίας στο Κολούμπια συμμετείχε στις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 1968, οι οποίες σηματοδότησαν την αποδόμηση του περιβόητου «αμερικανικού ονείρου».
Πήγε στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όπου έζησε τέσσερα χρόνια με ελάχιστα χρήματα, ένα σημειωματάριο στην τσέπη και μια φράση από το Μεθυσμένο καράβι του Ρεμπό να στοιχειώνει τη σκέψη του: «Κατέγραφα σιωπές, σκοτάδια, αποτύπωνα το άφατο, καθήλωνα ιλίγγους». Για τον Αμερικανό Όστερ το Παρίσι συμβόλιζε τη φυγή προς τον έξω κόσμο ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που η φυγή από το Παρίσι συμβόλιζε για τον Ρεμπό την περιπλάνηση στις ηπείρους. Ευτυχώς για μας, ο Όστερ δεν υπέκυψε στον μποεμισμό και στο σύνδρομο της λευκής σελίδας που έπληττε συχνά τους αγαπημένους του Γάλλους υπερρεαλιστές. Παρότι σκέφτηκε πολλές φορές να τα παρατήσει, συνέχισε να γράφει με πείσμα, διαμορφώνοντας το συγγραφικό alter ego που επαναφέρει συνεχώς στα περισσότερα από τα βιβλία του: το γνωστικιστικό αρχέτυπο του συγγραφέα-ποιητή που έχει επιλέξει συνειδητά να απομονωθεί από τον κόσμο και, κλεισμένος σε ένα δωμάτιο με μια παλιά γραφομηχανή, αφοσιώνεται στην επινόηση φανταστικών κόσμων, νιώθοντας πως έτσι εκπληρώνει το πεπρωμένο του.
Αυτό είναι, κατά την άποψή του, το έργο που πρέπει να επιτελεί η λογοτεχνία: να χρησιμοποιεί τη φαντασία για να ξαναφτιάχνει τον πραγματικό κόσμο από την αρχή, να χρησιμοποιεί τη μαγεία των λέξεων για να νικά το παράλογο σε έναν κόσμο που χάλασε κι έγινε κομμάτια. Ένας, μία συγγραφέας που κατορθώνει να στέκεται όρθιος/α γράφοντας δεν γυρίζει ποτέ την πλάτη στην κοινωνική πραγματικότητα, τη βία και την απολυταρχική εξουσία. Αν και απέρριπτε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, τη σταλινοποίηση της γραφής και τη στρατευμένη λογοτεχνία, ο Όστερ δεν απεμπόλησε ποτέ την ιδιότητα του πολίτη και ασκούσε δριμεία κριτική στο χαμηλό διανοητικό επίπεδο μεγάλου μέρους του αμερικανικού πληθυσμού, στο τζιχαντιστικό μένος των Ρεπουμπλικανών εναντίον του Ομπάμα, στην υπόθαλψη της βίας από τους οπαδούς του Τραμπ, στη λογοκρισία και τις επιθέσεις που υπέστη αυτός ο ίδιος από το ανελεύθερο καθεστώς του Ερντογάν.
Αυτό το διαρκές παιχνίδι μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας οδήγησε τον Όστερ σε ανατρεπτικές αλληγορικές αφηγήσεις που κάνουν το φανταστικό να φαίνεται πιο αληθινό από το πραγματικό και το πραγματικό να μοιάζει με παραμύθι. Ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να πιστεύει ότι η συγγραφή δεν είναι επάγγελμα αλλά μια ακατανίκητη εσωτερική παρόρμηση που δεν μας αφήνει να την εγκαταλείψουμε, αλλά επιστρέφουμε πάντα σε αυτήν, όσες δυσκολίες κι αν αντιμετωπίζουμε στην προσωπική ή την επαγγελματική μας ζωή.

Auster, Paul, «Γιατί να συγγράφει κανείς», Το κόκκινο σημειωματάριο. Αφηγήματα και άρθρα, μτφρ. Βίκυ Κυριαζή, επιμ. Θεόδωρος Μωυσιάδης, Αθήνα: Εκδ. Ζαχαρόπουλος 2005.
Στη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα το 2014, ο Πολ Όστερ έδωσε πολλές συνεντεύξεις, τις οποίες μπορείτε να αναζητήσετε στις ηλεκτρονικές εφημερίδες του διαδικτύου.
Μπορείτε επίσης να δείτε πολλά σχετικά βίντεο μεταξύ των οποίων προτείνω εκείνο στο οποίο ο Πολ Όστερ αφηγείται πώς έγινε συγγραφέας με ελληνικό τίτλο «Για τη συγγραφή».
Εσείς
Γιατί γράφετε;
