Skip to main content

Από τη δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται σε εξέλιξη μια θορυβώδης τάση αναθεώρησης των κριτηρίων με τα οποία λογοτεχνικά έργα του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών έχουν ενταχθεί στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα ως έργα που αξίζουν να διαβάζονται και να διδάσκονται στα σχολεία. Δεν πρόκειται για κάποιο παράδοξο ή καινοφανές φαινόμενο. Κάθε φορά που συντελούνται ριζικές αλλαγές στο κοινωνικό πεδίο, οι κληρονομημένες παραδόσεις κρίνονται ανίκανες να ανταποκριθούν στις ανάγκες της νέας κοινωνικής οργάνωσης και δημιουργούνται νέες πολιτισμικές ιεραρχήσεις,  οι οποίες επιδιώκουν την ιδεολογική τους νομιμοποίηση έναντι του παρελθόντος. Υπάρχουν πολλά ιστορικά παραδείγματα που μαρτυρούν ότι η μετάβαση από ένα πολιτισμικό πλαίσιο σε κάποιο άλλο δεν είναι ποτέ ειρηνική και ποτέ δεν περιορίζεται μόνο στην ανταλλαγή ουδέτερων φιλολογικών επιχειρημάτων. Από τη στιγμή που τίθεται ζήτημα αμφισβήτησης και ανατροπής του κυρίαρχου αξιακού συστήματος, οι παλιές αυθεντίες εξοστρακίζονται στο πυρ το εξώτερον και οι νέες ξαναδιαβάζουν τα παλιά κείμενα με διαφορετικούς τρόπους, πυροδοτώντας σφοδρές διαμάχες, ανταγωνισμούς, υπερβολές και ενίοτε ακραίες συμπεριφορές.

Το πρόσφατο «σκάνδαλο Καραγάτση» έφερε στο προσκήνιο την προσπάθεια των νεόκοπων «αφυπνισμένων» να επιβάλουν την έμφυλη διάσταση ως προνομιακό κριτήριο ένταξης και αποκλεισμού κειμένων και συγγραφέων σε ένα νέο λογοτεχνικό κανόνα που θα εκφράζει το αξιακό σύστημα της woke culture. Η διαμάχη δεν ξεκίνησε στα γνωστά ακαδημαϊκά λημέρια των κατεστημένων λογοτεχνικών σπουδών αλλά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με αφορμή το άρθρο μιας νέας και πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως, η οποία διάβασε τον Καραγάτση από τη φεμινιστική οπτική, κατήγγειλε τον σεξισμό του και ζήτησε την ακύρωση της αξίας του λογοτεχνικού του έργου. Ο ισχυρισμός ότι η κλασική λογοτεχνία έχει συμβάλει στη νομιμοποίηση της πατριαρχίας και ότι η ανάγνωσή της ανατροφοδοτεί τη διαιώνιση της πατριαρχικής ιδεολογίας στη σύγχρονη εποχή στην πραγματικότητα μεταφέρει στο ελληνικό πολιτισμικό πλαίσιο τη συζήτηση που διεξάγεται εδώ και κάμποσα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες με συχνή κατάληξη τις γνωστές πρακτικές λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας, οι οποίες τείνουν να γίνουν κανονικότητα ιδιαίτερα στους χώρους που άλλοτε ευνοούσαν την ελεύθερη έκφραση και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών (πανεπιστήμια, εκδοτική βιομηχανία, μέσα μαζικής ενημέρωσης).

Ως αμυντικο-επιθετική στρατηγική των «αφυπνισμένων», η ακυρωτική κουλτούρα (cancel culture) επιδιώκει την ενοχοποίηση του παρελθόντος για τα δεινά του παρόντος και τον επαναπροσδιορισμό των κριτηρίων με τα οποία η κοινωνία των ιδιωτών χωρίζεται σε προοδευτικά και συντηρητικά άτομα και ομάδες. Όπως είδαμε και στην περίπτωση της ισότητας στον γάμο ανεξαρτήτως φύλου, εξαπολύοντας στη δημόσια σφαίρα έναν δήθεν αποπολιτικοποιημένο και αποϊδεολογικοποιημένο καταγγελτικό λόγο, η ακυρωτική κουλτούρα διατείνεται ότι δεν είναι δεξιά ή αριστερά, αλλά έχει οπαδούς και στη δεξιά και στην αριστερά, γεγονός που της επιτρέπει να διεκδικεί την απόλυτη αλήθεια και, κατ’ επέκταση, το απόλυτο «δικαίωμα» να καταργεί, να απαγορεύει, να αποκλείει. Με τη βοήθεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και μαζικής ενημέρωσης, ο καταγγελτικός λόγος επιτρέπει στους καταγγέλλοντες να προβάλλονται στη δημόσια σφαίρα ως «προοδευτικοί» και «εκσυγχρονιστές», στιγματίζοντας τους καταγγελλόμενους ως «συντηρητικούς», «αυταρχικούς», «ρατσιστές», «σεξιστές», «διεφθαρμένους» κ.ά. Στο πεδίο της λογοτεχνίας, η περίπτωση του Καραγάτση είναι χαρακτηριστική στον βαθμό που αποδεικνύει ότι οι παλαιότεροι συγγραφείς συγκαταλέγονται ανάμεσα στους βολικότερους στόχους, αφού είναι μάλλον απίθανο να σηκωθούν από τον τάφο τους και να υπερασπιστούν ο ίδιοι τον εαυτό τους και τα έργα τους.

Λέγοντας αυτά, κάθε άλλο παρά αμφισβητώ τον σεξισμό του Καραγάτση και τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν στο έργο του, τις οποίες άλλωστε έχει επισημάνει προ πολλού η λογοτεχνική κριτική τόσο της δικής του εποχής όσο και μεταγενέστερων περιόδων. Παρακολουθώντας όμως τη διαμάχη του διαδικτύου, έμεινα με την εντύπωση ότι η συζήτηση ξεκίνησε σαν να μην έχει γίνει ποτέ ξανά στο παρελθόν, λες κι ο Κολόμβος έχει καταραστεί κάθε νέα γενιά να ανακαλύπτει μόνη της την φτωχή Αμερική, αφού πρώτα έχει περάσει ένα διάστημα νομίζοντας πως βρίσκεται στις πλούσιες Ινδίες. Κι αυτή η εντύπωση μού επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά τον πλήρως αποϊστορικοποιημένο χαρακτήρα της ακυρωτικής κουλτούρας των «αφυπνισμένων» που έχω επανειλημμένα διαπιστώσει και σε άλλες περιπτώσεις.

Ένα από τα πολλά κλισέ που ακούω και διαβάζω συχνά από τους νεόκοπους διανοούμενους και διανοούμενες της woke culture είναι ότι η πόρτα της αποδόμησης άνοιξε και μας επιτρέπει να διαβάζουμε τα κείμενα με τις δικές μας πολιτικές πεποιθήσεις και όχι με τις πολιτικές πεποιθήσεις των άλλων. Πολύ σωστά. Μόνο που η θέση αυτή έχει αξία, όταν ισχύει εξίσου για όλους και όχι μόνο για τους μισούς που στρέφονται εναντίον των άλλων μισών. Ο πρώτος που ανέδειξε την ανάγκη αποδόμησης των ιερών συμβόλων της λογοτεχνίας ήταν ο Ρολάν Μπαρτ με το εμβληματικό του δοκίμιο για τον θάνατο του συγγραφέα (1968) ως πολιτικό αίτημα που θα μπορούσε να οδηγήσει στη χειραφέτηση από τις αυθεντίες και στην ενεργή συμμετοχή των αναγνωστών-πολιτών στη διαμόρφωση της πολιτικής. Με άλλα λόγια, η πόρτα της αποδόμησης δεν άνοιξε σήμερα από την woke culture των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά τη δεκαετία του 1970 από Γάλλους φιλοσόφους και στοχαστές, όπως ο Μπαρτ, ο Φουκώ, ο Ντεριντά και πολλοί άλλοι. Έκτοτε, έχουν γραφτεί πολλά «κείμενα πουμαρό», από τα οποία προκύπτουν όχι μόνο μια μεγάλη ποικιλία αποδομιστικών θεωριών αλλά και πολλές κριτικές αναθεωρήσεις που επιχειρούν ακόμα και την αποδόμηση της αποδόμησης ως μιας γλωσσοκεντρικής προσέγγισης που αποσπά το κείμενο από τον δημιουργό και τον χωροχρόνο του και ανάγει τη γλώσσα σε υπέρτατη λογοτεχνική αξία, υποβαθμίζοντας, παραγνωρίζοντας ή αποσιωπώντας εντελώς το θέμα του κειμένου και τις πολιτικές πεποιθήσεις του συγγραφέα.

Στην Ελλάδα, δεν συζητήσαμε ποτέ σοβαρά ποιος άνοιξε την πόρτα της αποδόμησης, για ποιον λόγο, με ποιον σκοπό και κάτω από ποιες συνθήκες. Η αντίληψη ότι αυτά τα ζητήματα είναι πολύ εξειδικευμένα και δεν ενδιαφέρουν το ευρύ κοινό κράτησε κάποιες συζητήσεις μεταξύ των αυθεντιών της λογοτεχνικής κριτικής εντός των κλειστών ακαδημαϊκών θυρών. Αυτή η αγοραφοβική στάση της ακαδημαϊκής κοινότητας είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της δημόσιας σφαίρας από έναν αστόχαστο μιμητισμό όσων συμβαίνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες και από πολεμικές αντεγκλήσεις που συχνά προκαλούν μια θυμηδία παρόμοια με την καρναβαλική ευθυμία του Ραμπελαί. Όταν όμως τα θέματα γούστου, αισθητικής και προσωπικών προτιμήσεων αρχίζουν να  σπέρνουν τον διχασμό, αντί να ενθαρρύνουν τον διάλογο και την αμοιβαία διερεύνηση των εμπειριών με σεβασμό στη διαφορετική άποψη, τότε οι αντεγκλήσεις αυτές κάθε άλλο παρά αθώες μπορούν να θεωρηθούν. Τώρα πια, πάνω από τα κεφάλια μας κρέμεται η Δαμόκλειος σπάθη του στιγματισμού, της ακύρωσης, του αποκλεισμού και της αυτολογοκρισίας. Αν είσαι μαζί μας, είσαι ΟΚ, είσαι προοδευτικός/εκσυγχρονιστής και θα φροντίσουμε να έχεις βήμα και καλές κριτικές. Αν είσαι με τους άλλους, δεν μας αρέσει η γνώμη σου και θα φροντίσουμε να εξασφαλίσεις μια θέση στον πάτο του πηγαδιού.

Παρότι δεν περιμένω από τους «αφυπνισμένους» να μου αναγνωρίσουν το δικαίωμα να έχω άποψη διαφορετική από τη δική τους, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω τη θέση μου με όλες τις αδυναμίες του χαρακτήρα μου και όλα τα απύθμενα κενά στις γνώσεις μου. Ναι, η γλώσσα μπορεί να κατασκευάσει χίλιους κόσμους, κόσμους ζοφερούς και δυστοπικούς αλλά και κόσμους φωτεινούς και αρμονικούς. Αλλά δεν μπορεί ούτε να κατασκευάσει την πραγματικότητα, ούτε να αλλάξει τις ζωές μας. Για αυτά είμαστε υπεύθυνοι εμείς οι ίδιοι και οι ίδιες να καταβάλλουμε τον κόπο που χρειάζεται. Όχι, η γλώσσα δεν είναι υπέρτατη αξία, είναι εργαλείο έκφρασης και επικοινωνίας. Δεν αποκόβεται, δεν υποστασιοποιείται και δεν υπάρχει χωρίς τη δική μας σκέψη, δράση και συμμετοχή. Ναι, η αποδόμηση μας επιτρέπει να διακρίνουμε το γνήσιο από το επίπλαστο, το πρωτότυπο από το αντίγραφο, το πραγματικό από το μυθοποιημένο. Όχι, η αποδόμηση δεν είναι όπλο δολοφονίας του συγγραφέα, είναι εργαλείο βαθύτερης κατανόησης της σκέψης του και του ιστορικού-πολιτισμικού πλαισίου εντός του οποίου γράφει.

Με αφετηρία αυτές τις σκέψεις, αναρωτιέμαι αν το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα των αναγνωστών να αποδομήσουν τον Καραγάτση συνάδει ή αντίκειται στο δικαίωμα των αναγνωστών να επιλέγουν τον Καραγάτση για τον πολιτικό ριζοσπαστισμό της γραφής του που τον κάνει να ξεχωρίζει από τους άλλους εκπροσώπους της γενιάς του. Αναρωτιέμαι αν ανάμεσα στα δικαιώματα των αναγνωστών περιλαμβάνεται και το δικαίωμα να επιλέγουν οι ίδιοι και οι ίδιες τι θα διαβάσουν και τι θα πετάξουν στον κάλαθο των αχρήστων, αντιστεκόμενοι και αντιστεκόμενες σε πάσης φύσεως κατευθυντήριες γραμμές, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Αναρωτιέμαι αν η νέα πολιτική ορθότητα του  δικαιωματισμού επεκτείνεται και στο δικαίωμα του συγγραφέα στην ελευθερία της έκφρασης, ακόμα κι αν αυτό δεν αρέσει στους «αφυπνισμένους». Αναρωτιέμαι αν η πατριαρχία και το σύνδρομο της Στοκχόλμης θα εξαφανιστούν, πετώντας τον Καραγάτση στα σκουπίδια και κάνοντας μαζική ψυχανάλυση, για να θεραπεύσουμε τα ατομικά και συλλογικά τραύματα που μας κρατούν δεμένους και δεμένες στην οπτική του θύματος. Αναρωτιέμαι με ποιον τρόπο ο αποκλεισμός του Καραγάτση από τον λογοτεχνικό κανόνα της woke culture θα βοηθήσει τις γυναίκες να αποβάλουν τις μισογυνικές πεποιθήσεις που έχουν εσωτερικεύσει και να αναστοχαστούν τον κοινωνικό τους ρόλο ως γυναίκες-πολίτες.

Μετά από τρία κύματα φεμινισμού, το φεμινιστικό κίνημα γνωρίζει ότι δεν έχει το αλάθητο, αλλά όπως όλα τα δικαιωματικά κινήματα εστιάζει στις κατακτήσεις του, στην επίτευξη νέων στόχων και στην κριτική της πατριαρχίας, πιστεύοντας –ίσως όχι άδικα– ότι η αυτοκριτική εν κινήσει θα βλάψει τον αγώνα του. Παρ’ όλα αυτά, έχω την αίσθηση ότι η ακραιφνής φεμινιστική κριτική που ασκείται στον σεξισμό του Καραγάτση εφορμά από μια σειρά έμφυλων προκαταλήψεων ενισχυμένων από μια ανεπεξέργαστη πίστη στη δύναμη της λογοτεχνίας να διαπλάθει συνειδήσεις, προσβάλλοντας έτσι τη νοημοσύνη και την ικανότητα διάκρισης του αναγνωστικού κοινού. Οι αναγνώστριες που θα διαβάσουν τη σκηνή στην οποία η ξυλοκοπημένη Μαρίνα της Μεγάλης χίμαιρας πέφτει στα πόδια του κακοποιητή της, τρίβεται στ’ αχαμνά του και του λέει «τώρα ξέρω πως μ’ αγαπάς», θα καταφέρουν άραγε να αποστασιοποιηθούν ή θα ταυτιστούν με την οπτική του θύματος; Οι αναγνώστες που θα διαβάσουν την ίδια σκηνή θα καταφέρουν άραγε να αποστασιοποιηθούν από την οπτική του κακοποιητή ή μήπως θα θεωρήσουν ότι έτσι πρέπει να φέρονται οι «σωστές» γυναίκες στους άντρες τους; Τέτοιες ανησυχίες παραβλέπουν το γεγονός ότι οι γυναίκες του 2024 δεν είναι οι γυναίκες του 1953, της εποχής που ο Καραγάτσης έγραψε τη Μεγάλη χίμαιρα, όταν ακόμα πάλευαν να αποκτήσουν την ιδιότητα του πολίτη και το δικαίωμα ψήφου στις βουλευτικές εκλογές (1956). Είναι επίσης άδικες για πολλούς άνδρες, οι οποίοι όχι μόνο δεν είναι chauvinist pigs, αλλά διεκδικούν για τον εαυτό τους και το δικαίωμα να αντιδρούν, όταν ετεροπροσδιορίζονται συλλήβδην ως εκπρόσωποι της πατριαρχίας λόγω του φύλου τους.

Μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε πόσες και ποιες αντιφάσεις και προκαταλήψεις για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον εμπεριέχει η «πολιτική ορθότητα» της woke culture, αντιφάσεις και προκαταλήψεις που κάποτε θα κατακριθούν και θα ακυρωθούν με τη σειρά τους από τις επόμενες γενιές; Μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε πόσα και ποια «κλασικά» λογοτεχνικά έργα πρέπει να κάψουμε στις πλατείες, επειδή δεν εκφράζουν το δικό μας αξιακό σύστημα; Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ με πόσους και ποιους κρυφούς και φανερούς τρόπους ο νεοφιλελεύθερος, καταναλωτικός καπιταλισμός εργαλειοποιεί τη σεξουαλικότητά μας; Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ μήπως, αντί να πετάξουμε τον Καραγάτση στα σκουπίδια, θα ήταν ίσως εποικοδομητικότερο να αποδομήσουμε τη γλώσσα του μάρκετινγκ και τα σεξιστικά στερεότυπα του σύγχρονου άνδρα και της σύγχρονης γυναίκας που προωθούν καθημερινά και καταιγιστικά οι εμπορικές διαφημίσεις ακόμα και στον «ευγενή» χώρο του βιβλίου;

Η κριτική των παλαιότερων κειμένων είναι αναγκαία όχι για να δημιουργήσουμε μια δυσανεκτική μαύρη λίστα ακυρωμένων συγγραφέων, αλλά για να μπορέσουμε να τα διαβάσουμε αναστοχαστικά και να επιλέξουμε με επίγνωση τι θα αφήσουμε και τι θα κρατήσουμε από το παρελθόν. Εξίσου αναγκαίος είναι ο αναστοχαστικός διάλογος με το παρόν και τους σύγχρονους συγγραφείς, οι οποίοι πάντως επιδεικνύουν πολύ μεγαλύτερη δυσανεξία απέναντι στην κριτική από τους παλαιότερους. Όπως όμως οι παλαιότεροι, έτσι κι εμείς δημιουργούμε τα δικά μας έργα μέσα στο πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε και το οποίο, σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, έχει ανάγκη τον κριτικό αναστοχασμό. Κανένα έργο, σύγχρονο ή παλιό, δεν δημιουργείται στο απόλυτο κενό.

Προτεινόμενα αναγνώσματα

Barthes, R., «Ο θάνατος του συγγραφέα», στο Εικόνα-Μουσική-Κείμενα,
μτφρ. Γ. Σπανός, Αθήνα: Εκδ. Πλέθρον 1988, σ. 137-143.

Καραγάτσης, Μ., Η μεγάλη χίμαιρα, Αθήνα: Εκδ. Εστία 2016.

Το κείμενο που πυροδότησε το «σκάνδαλο Καραγάτση» στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης είναι της Ρένας Λούνα (συγγραφικό ψευδώνυμο),
«Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η μεγάλη χίμαιρα και οι έμφυλες
ταυτότητες. Το σύνδρομο της Στοκχόλμης, έστω με τους λογοτέχνες,
μπορεί να σταματήσει εδώ». Διαβάστε το κείμενο στο:

Η πατριαρχία δεν φύτρωσε μόνη της: Η «Μεγάλη Χίμαιρα» και οι έμφυλες ταυτότητες | LiFO

Σχετικά με το σύνδρομο της Στοκχόλμης, προτείνω το ψυχολογικό
θρίλερ του Ariel Dorfman, Ο θάνατος και η κόρη (πρώτη έκδοση Death
and the Maiden, Νέα Υόρκη: Penguin Books 1992, ελλ. μτφρ. Χρήστος
Καρχαδάκης, Αθήνα: Κάπα Εκδοτική 2015), το οποίο μας οδηγεί με
συγκλονιστικό τρόπο στην επίγνωση ότι τα πράγματα δεν είναι άσπρα-
μαύρα και ότι δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Το έργο μεταφέρθηκε
στον κινηματογράφο το 1994 με τον Ben Kingsley και τη Sigourney
Weaver, ενώ ανέβηκε πολλές φορές στη διεθνή και την ελληνική
θεατρική σκηνή. Τι συμβαίνει όταν, δεκαπέντε χρόνια μετά την απαγωγή,
τη φυλάκιση και τον ανελέητο βασανισμό της, η Παουλίνα συναντά τον
βασανιστή της στη μεταδικτατορική Χιλή;

Το πιο εμπεριστατωμένο κριτικό κείμενο που έχω διαβάσει στο πλαίσιο
του «σκανδάλου Καραγάτση» είναι της Ελισάβετ Κοτζιά, η οποία θεωρεί
τη ριζοσπαστική για τα δεδομένα της εποχής του γραφή του Καραγάτση
ως προάγγελο του σύγχρονου «λογοτεχνικού λαϊκισμού». Διαβάστε το κείμενο στο:
https://www.oanagnostis.gr/to-pezografiko-ergo-toy-m-karagatsi-os-
proaggelos-toy-simerinoy-quot-logotechnikoy-laikismoy-quot-tis-
elisavet-kotzia/

Εσείς
Ποια είναι η γνώμη σας για τη συμβολή της κλασικής λογοτεχνίας στην ιδεολογική νομιμοποίηση της πατριαρχίας;

Leave a Reply