Οι θεράποντες και οι θεραπαινίδες της γραφής δεν μπορούν παρά να έχουν στενή επαφή με την κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα της εποχής τους, την οποία επιχειρούν να διαμορφώσουν με τη γραφή τους την ίδια στιγμή που διαμορφώνονται από αυτήν. Ως μέσα έκφρασης και επικοινωνίας, τόσο ο γραπτός όσο και ο προφορικός μας λόγος -ακόμα και η σιωπή μας κάποιες φορές- αντανακλούν όχι μόνο ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μας αλλά, πάνω απ’ όλα, τις εσωτερικευμένες πεποιθήσεις, αρχές και αξίες με τις οποίες ερμηνεύουμε την πραγματικότητα και επιλέγουμε τον τρόπο της δράσης μας προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Ακούγοντας θεσμικό παράγοντα του πολιτικού μας συστήματος να χαρακτηρίζει τα κείμενα διαφωνίας και διαμαρτυρίας των αριστερών «αντιφρονούντων» ως «κείμενα πουμαρό», αισθάνθηκα αμέσως την ανάγκη να γράψω κάτι για αυτό ως άμεσα σχετιζόμενο με τα ζητήματα γραφής. Ένας τρόπος προσέγγισης θα ήταν να πάρω τον συγκεκριμένο πολιτικό παράγοντα και τις δηλώσεις του στα σοβαρά και να αναλύσω το πολιτισμικό τους υπόβαθρο. Στην περίπτωση αυτή, θα έγραφα για την καταλυτική επίδραση εισαγόμενων πολιτικών ιδεολογιών και κοινωνικών πρακτικών, όπως του μεταμοντερνισμού και του νεοφιλελευθερισμού, του πολιτισμικού νεο-ιμπεριαλισμού και της νεο-αποικιοκρατίας, του νεοψυχροπολεμικού αντιδιανοουμενισμού και του αντιδραστικού λαϊκισμού, του νεοπραγματισμού και του νεο-επαγγελματισμού στο πλαίσιο του ψηφιακού μετακαπιταλισμού και άλλων ρευμάτων, σε μια χώρα η οποία βρίσκεται σε αδιάλειπτη οικονομική, πολιτική, ιδεολογική και πολιτισμική εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και ογδόντα χρόνια, δηλαδή από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα. Ο χαρακτηρισμός της αριστερής πολιτικής ιδεολογίας ως «πολιτικής πουμαρό» συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω ρεύματα με τόσο κυριαρχικό τρόπο ώστε δεν αφήνει κανένα περιθώριο ύπαρξης κάποιας άλλης παράδοσης, όπως της βαλκανικής, της μεσογειακής ή της ευρωπαϊκής φιλοσοφικής παράδοσης με την οποία συντάσσονταν οι Έλληνες διανοούμενοι από την εποχή του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ένας άλλος τρόπος προσέγγισης θα ήταν να εστιάσω στη σύγχυση που υπάρχει ανάμεσα στον «καθαρό» και τον «συνοπτικό» λόγο που κυριαρχεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αμέτρητα παραδείγματα μας δείχνουν ότι ο συνοπτικός λόγος δεν είναι κατ’ ανάγκην καθαρός, ιδίως όταν παράγεται από μια προχειρολογία που δεν έχει δοκιμαστεί στον χώρο και τον χρόνο του κριτικού αναστοχασμού. Χωρίς κριτικό αναστοχασμό, η αμφισβήτηση των παγιωμένων γνωσιακών σχημάτων (περιοριστικών πεποιθήσεων, στερεοτύπων και προκαταλήψεων), η παραγωγή εναλλακτικών ερμηνειών της πραγματικότητας και οι εναλλακτικές δράσεις για τον μετασχηματισμό αυτής της πραγματικότητας δεν μπορούν να υλοποιηθούν με καθαρό, ενσυνείδητο, στερεό και εποικοδομητικό τρόπο. Η γραφή αποτελεί μια κατεξοχήν στοχαστική πρακτική, η οποία παράγει ατομικό και συλλογικό νόημα με θεραπευτική επενέργεια στους «άρρωστους» οργανισμούς. Η δε διαλογική γραφή μπορεί να μας φέρει σε επαφή με τον δημοκρατικό μας εαυτό, να μας κάνει πιο ανεκτικούς απέναντι στην πολυφωνία και τη διαφορετικότητα, να καλλιεργήσει τη γνωσιακή μας ευελιξία και να μας βοηθήσει να αναπτύξουμε την τέχνη του συσχετισμού.
Παρ’ όλα αυτά, τα «κείμενα πουμαρό» και τα συμφραζόμενά τους διαθέτουν αρκετή δόση χιούμορ ώστε να αποτελέσουν συνέχεια και συμπλήρωμα προηγούμενης ανάρτησης στο Blog με θέμα τη γαστρονομική μεταφορά της γραφής. Καταρχάς, η έκφραση «βάζω σάλτσες» ανήκει στην ελληνική αργκό και συνήθως περιγράφει τα περιττά στοιχεία με τα οποία πλαισιώνουμε μια αφήγηση, για να την κάνουμε πιο πειστική και ελκυστική. Οι σάλτσες παράγονται είτε με την ανάμιξη ρευστών υλικών είτε με την πολτοποίηση λαχανικών ώστε να γίνουν ρευστά, όπως στην περίπτωση της ντομάτας. Έτσι, μια αφήγηση μπορεί να είναι «ρευστή» και «χαλαρή» ή να «κάνει κοιλιά», επειδή περιέχει πολλές σάλτσες (περιττολογίες και αοριστολογίες). Αλλά γίνεται «σφιχτή» και, κατ’ άλλους, «στιβαρή» (με ολίγο σεξισμό στο βάθος), όταν αποφεύγει τις πολλές λεπτομέρειες, τις υπερβολές, τα ρητορικά σχήματα, τα καλολογικά στοιχεία και τις λογοτεχνικές μεταφορές που επιδιώκουν να προκαλέσουν εντύπωση, να υποδαυλίσουν μια διογκωμένη συναισθηματική αντίδραση ή να ενισχύσουν την εικόνα του εαυτού που θέλουμε να προβάλλουμε στους άλλους, όπως για παράδειγμα όταν περιγράφουμε κάποιο πραγματικό ή φανταστικό κατόρθωμα.
Άλλες εκφράσεις της αργκό που περιγράφουν τη ρευστότητα του προφορικού ή/και του γραπτού λόγου είναι «περικοκλάδες», «φιοριτούρες», «μπαρούφες», «μπούρδες», «παπάρες», «παπαρδέλες», «μούφες», «πίπες», «χυλός», «κουρκούτι» κ.ά., η χρήση των οποίων συνήθως μας προτρέπει να αφήσουμε τις ανούσιες «φιλοσοφίες» και να μπούμε στο «ψητό» – ένα ψητό που γλωσσικά δεν εκφράζεται παρά μόνον από τα τρία βασικά μέρη του λόγου που μαθαίνουν τα παιδάκια στο νηπιαγωγείο. Το υποκείμενο, το ρήμα και το αντικείμενο είναι τα πιο φτηνά, άκοπα και πρόχειρα υλικά με τα οποία η πνευματική μας οκνηρία μπορεί να μαγειρέψει το «κυρίως πιάτο» της ημέρας και να το σερβίρει στο τραπέζι του διαλόγου αυθωρεί και παραχρήμα.
Ο χρόνος και η ανάγκη παίζουν καθοριστικό ρόλο τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή περιγραφή ενός θέματος χωρίς «σάλτσες». Αγχωμένος και αγχωτικός, ο επισπεύδων λόγος υπόκειται σε χωροχρονικούς περιορισμούς και, εκών άκων, συρρικνώνεται σε μερικές κοινότοπες λέξεις και φράσεις, προκειμένου να χωρέσει σε ένα Τik Tok, ένα Χ, μια περιπατητική συνέντευξη για το δελτίο ειδήσεων και το YouTube, μια διαφήμιση, ένα επείγων κάλεσμα, μια διαταγή («Θέλω λύση τώρα!») και, γενικότερα, σε συνθήκες και περιβάλλοντα που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση και αντίλογο, επιχειρηματολογία και διάλογο. Ο επισπεύδων λόγος κοινοποιεί απλές δηλώσεις, εμπορικά σλόγκαν και πολιτικά συνθήματα, διατυπωμένα με τέτοιον τρόπο ώστε να προσελκύουν την προσοχή και να χαράσσονται στη μνήμη των αποδεκτών. Στην προκειμένη περίπτωση, τα «κείμενα πουμαρό» βρίσκονται στα χείλη και στις γραφίδες όλων των δημοσιογράφων και των πολιτικών σχολιαστών όλων των κομμάτων σε όλα τα έντυπα, τηλεοπτικά και ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και επικοινωνίας. Η δε εταιρεία που παράγει και εμπορεύεται τη σάλτσα ντομάτας με το brand name «Pummaró» πρέπει να αισθάνεται πολύ ικανοποιημένη για την ταύτιση της έννοιας της «σάλτσας» με το δικό της εμπορικό προϊόν αλλά και για τη δωρεάν τοποθέτηση αυτού του εμπορικού προϊόντος σε μια τόσο σοβαρή θεσμική διαδικασία όσο η συνεδρίαση της Κ.Ε. του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μετά την αναπάντεχη διαφήμιση που της έγινε και την έφερε σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της (αθέμιτος ανταγωνισμός λέγεται αυτό), δεν θα εκπλαγώ, αν μάθω ότι το Pummaró αύξησε την τιμή και τις πωλήσεις του στα ράφια των υπεραγορών. Στο κάτω κάτω της γραφής, ποιος τρώει σήμερα τα μακαρόνια του στεγνά και ορφανά χωρίς σάλτσα;
Εσείς
Έχετε μετρήσει ποτέ τον αριθμό των λέξεων που χρησιμοποιείτε στα social media;