Στην ελληνική παράδοση, οι Απόκριες ήταν ανέκαθεν μια λαϊκή γιορτή αποθέωσης των σωματικών απολαύσεων πριν από την είσοδο στην (άλλοτε) υποχρεωτική νηστεία της Σαρακοστής, την αποχή από το κρέας και τη σεξουαλική εγκράτεια. Η αναβίωση παγανιστικών εθίμων με ρίζες στα αρχαία διονυσιακά δρώμενα, τις τελετουργικές γιορτές για την εναλλαγή των εποχών και τις μεσαιωνικές γιορτές των τρελών και των νεκρών σταδιακά μεταφέρθηκε από τις αγροτικές κοινότητες στις πόλεις, όπου άλλαξε χαρακτήρα και περιεχόμενο. Σήμερα, οι καρναβαλικές μεταμφιέσεις διατηρούν την εύθυμη εορταστική τους διάθεση, αλλά εμπορευματοποιούνται και γίνονται περισσότερο θέαμα παρά μια συμμετοχική γιορτή για την ενδυνάμωση της κοινοτικής συνοχής.
Οι ποικίλες όψεις του καρναβαλιού (μουσική, τραγούδι, χορός, παιχνίδια, γαστρονομία, θεατρικά δρώμενα, θεματολογία, λεξιλόγιο και γενικότερα η συμβολική επιτέλεση του εαυτού και της κοινότητας) αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης παλαιότερα από τη λαογραφία και σήμερα από την κοινωνική ανθρωπολογία και άλλες κοινωνικές επιστήμες. Ωστόσο, η πιο επιδραστική μελέτη του καρναβαλικού κόσμου είναι εκείνη του Ρώσου φιλοσόφου, κριτικού της λογοτεχνίας και θεωρητικού της πολυφωνίας και της διαλογικότητας, Μιχαήλ Μπαχτίν. Στη μελέτη του Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, ο Μπαχτίν υποστηρίζει ότι το νεώτερο μυθιστόρημα έχει λαϊκές ρίζες που πρέπει να αναζητηθούν στον γκροτέσκο ρεαλισμό του Φρανσουά Ραμπελαί (1483-1553) και στην ανατρεπτική δύναμη του καρναβαλιού.
Γάλλος γιατρός και συγγραφέας της Αναγέννησης, ο Φρανσουά Ραμπελαί κατέχει μια ισότιμη θέση δίπλα στον Μιγκέλ ντε Θερβάντες και τον Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Ως εκφραστής του αναγεννησιακού ουμανισμού που πίστευε στη δυνατότητα της πνευματικής και υλικής απελευθέρωσης του ανθρώπου από τη θρησκεία και τη φεουδαρχία, ο Ραμπελαί διώχθηκε για τις ανατρεπτικές του ιδέες και περιπλανήθηκε σε όλη την Ευρώπη, δημιουργώντας με τη φαντασία του ουτοπικούς κόσμους γεφύρωσης του χάσματος ανάμεσα στο πνεύμα και το σώμα που είχε εγκαθιδρύσει η Εκκλησία. Σφοδρός πολέμιος των αγέλαστων και σοβαροφανών ηθικολόγων της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, έπλασε ήρωες (Γαργαντούας, Πανταγκρυέλ, Πανούργος, Επιστήμων κ.ά.) που εμπλέκονται σε κωμικές και παράλογες καταστάσεις σε έναν καρναβαλικό κόσμο, ο οποίος αναζητά την αλήθεια στο λυτρωτικό γέλιο που προκαλεί η αντιστροφή της πραγματικότητας και η παρώδηση της εξουσίας κάθε μορφής. Για τον Ραμπελαί, καμία εξουσία δεν είναι αιώνια, αλλά μέλλει να πεθάνει και να αντικατασταθεί από κάποια άλλη.
Παρά τη σταδιακή οικειοποίηση των λαϊκών εθίμων από τα ανώτερα στρώματα (π.χ. το καρναβάλι της Βενετίας), ο Μπαχτίν διαχωρίζει τις αυθόρμητες γιορτές των πληβείων από τους επίσημους εορτασμούς που παρουσίαζαν τους εκκλησιαστικούς και κοσμικούς άρχοντες ως αγαθούς και φιλεύσπλαχνους προστάτες των αδυνάτων. Αντίθετα, τα λαϊκά καρναβάλια αναπαριστούσαν έναν εναλλακτικό κόσμο ελευθερίας που αμφισβητούσε τον θρησκευτικό δογματισμό και την ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας. Για λίγες μέρες του χρόνου, ο κόσμος γύριζε ανάποδα και τα λαϊκά στρώματα βίωναν ένα είδος προσωρινής αλλά ατρόμητης απελευθέρωσης από την καταπίεση των προνομίων, των απαγορεύσεων, των διακρίσεων και των προκαταλήψεων. Ως μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας, ανατροπής των κατεστημένων κανόνων και οραματικής αλλαγής, αυτή η αντεστραμμένη κατανόηση του κόσμου προκαλούσε τη συλλογική ευφορία κι ένα γέλιο αμφίσημο, ένα γέλιο εύθυμο και χαρούμενο και ταυτόχρονα κοροϊδευτικό και σαρκαστικό προς πάσα κατεύθυνση, ακόμα και προς τον ίδιο τον εαυτό που πέθαινε μαζί με τον παλιό κόσμο και ξαναγεννιόταν στον νέο κόσμο της ελευθερίας.
Ο Μπαχτίν διακρίνει τις δημιουργικές εκδηλώσεις αυτού του ουτοπικού λαϊκού οραματισμού σε τελετουργικά θεάματα (καρναβαλικές παρελάσεις και κωμικά θεατρικά δρώμενα στο παζάρι), κωμικές λεκτικές συνθέσεις (προφορικές και γραπτές στη λατινική και στα εθνικά ιδιώματα) που παραποιούσαν το νόημα των λέξεων, καθώς και διάφορα είδη βωμολοχίας που παρωδούσαν τον καθωσπρεπισμό και συνιστούσαν μια επανάσταση του ανθρώπινου σώματος εναντίον των εκκλησιαστικών αντιλήψεων για το «άσεμνο», το «ασεβές» και το «ανίερο». Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες ίσως θυμούνται τις αντιδράσεις που προκάλεσε στους εκκλησιαστικούς κύκλους η τηλεοπτική παρουσίαση των αυθεντικών ελληνικών αποκριάτικων τραγουδιών από την τραγουδίστρια και μουσικολόγο Δόμνα Σαμίου το 2005 επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Για τις επιστολές διαμαρτυρίας σε ανώτατους πολιτειακούς παράγοντες και για τη μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσε εναντίον της ο ιεροψάλτης Θ. Ακρίδας, η ερευνήτρια του Κέντρου Έρευνας Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών Μιράντα Τερζοπούλου δήλωσε (εφημ, Η Εποχή, 16/01/2005):
…Υπάρχει μια διάχυτη νοοτροπία φόβου και πουριτανισμού που εξαπλώνεται όλο και περισσότερο… Αυτό που εγώ πιστεύω πως τρομάζει είναι η πολυμορφία, η πολυφωνία και προπαντός η δυναμική της αυτοδιαχείρισης που υπαινίσσονται τα Αποκριάτικα. Τα τραγούδια αυτά, που έχουν κι έναν νεκρολατρικό χαρακτήρα, δείχνουν και μια άλλη κοσμοαντίληψη, ένα άλλο μοντέλο ζωής. Μπροστά στον θάνατο είμαστε όλοι ίσοι, άρα κάθε εξουσία είναι υπό αμφισβήτηση, άρα όλος ο κόσμος μπορεί να αναποδογυρίσει. Αυτό φιλοσοφικά είναι το πιο επικίνδυνο πράγμα…
Για τον Μπαχτίν, ο γκροτέσκος ρεαλισμός του λαϊκού καρναβαλιού καθιστούσε τους πάντες κρίνοντες και κρινόμενους, υπενθυμίζοντας στην εξουσία τα ταπεινά υλικά θεμέλια του κοινωνικού ελέγχου που ασκούσε με την υποκριτική επίκληση ηθικών κανόνων και πνευματικών αρχών. Μέσα από την παρωδία και τον αυτοσαρκασμό, η γκροτέσκα αναπαράσταση των σημείων του σώματος που εξέχουν (μύτη, αυτιά, καμπούρα, κοιλιά, φαλλός, οπίσθια) δεν διεύρυνε μόνο τα όρια του εαυτού, αλλά επαναπροσδιόριζε και τη σχέση του εαυτού με τον εξωτερικό κόσμο και τη φύση, με άλλα σώματα και με άλλους τρόπους ζωής. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο παρωδεί την εξουσία ο ρακένδυτος και μονίμως πεινασμένος Καραγκιόζης της ανατολικής παράδοσης με το μακρύ του χέρι να ψάχνει μέσα στο πανέρι, με τη χοντρή του μύτη να μυρίζει ανύπαρκτα φαγητά και με την κακάσχημη καμπούρα του να δέχεται όλες τις ξυλιές. Ως μετωνυμία, το γκροτέσκο σώμα συμβολίζει έναν κόσμο φθαρτό και ατελή, αλλά ανυπότακτο σε κάθε μορφή επιτήρησης, αδιάκοπα ανοικτό στην ανατροπή και σε αέναη εγρήγορση ενόψει μιας μελλοντικής αναδιαμόρφωσης.
Στη σημερινή προσπάθεια να μας πείσουν ότι «η γιορτή τελείωσε» και ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» (ΤΙΝΑ: There Is No Alternative), o Mπαχτίν έχει προ πολλού δώσει την απάντηση (Ζητήματα της ποιητικής του Ντοστογιέφσκι):
Τίποτε το τελειωτικό δεν έχει συμβεί ακόμα στον κόσμο, ακόμα δεν έχει ειπωθεί η τελευταία λέξη του κόσμου ή η τελευταία λέξη για τον κόσμο. Ο κόσμος είναι ανοιχτός κι ελεύθερος, είναι ακόμα μπροστά μας και θα είναι πάντα μπροστά μας.
Προτεινόμενα αναγνώσματα
Bakhtin, Mikhail, Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του. Για τη λαϊκή κουλτούρα του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, μτφρ. Γιώργος Πινακούλας, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2017.
Rabelais, François, Γαργαντούας. Πανταγκρυέλ. Πανταγκρυελίνειον Προγνωσιάριον, μτφρ. Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2023.
Κιουρτσάκης, Γιάννης, Καρναβάλι και Καραγκιόζης. Οι ρίζες και οι μεταμορφώσεις του λαϊκού γέλιου, Αθήνα: Εκδ. Κέδρος 2008.
Κιουρτσάκης, Γιάννης, Η τρελή σοφία ή τα ανίερα ιερά. Δοκίμιο για το καρναβάλι και τη γλώσσα του, Αθήνα: Εκδ. Νεφέλη 2003.
Για τις αντιδράσεις στα «Αποκριάτικα – Ανίερα ιερά» της Δόμνας Σαμίου, βλ. τις σχετικές δημοσιεύσεις σε εφημερίδες της εποχής στο:
Δημοσιεύματα και συνεντεύξεις | Δόμνα Σαμίου (domnasamiou.gr)
Πινακούλας, Γιώργος, «Γιατί να (ξανα)διαβάσουμε τον Ραμπελαί;», Χάρτης 61 (Ιανουάριος 2024) στο:
Γιατί να (ξανα)διαβάσουμε τον Ραμπελαί; / Γιώργος Πινακούλας – Χάρτης (hartismag.gr)
απ’ όπου και η εικονογράφηση του Γάλλου καρικατουρίστα, ζωγράφου και γλύπτη Gustave Doré (1832-1883) σε αγγλική έκδοση του Ραμπελαί του 1873.
Εσείς
Ποια μορφή εξουσίας θα επιλέγατε να παρωδήσετε στα κείμενά σας;