Είναι γνωστό ότι ο δυτικός τρόπος σκέψης βασίζεται στη διαλεκτική, δηλαδή στον ορισμό μιας έννοιας διά του αντιθέτου της και στην αντιπαράθεση μεταξύ δύο αντίθετων πόλων (καλό-κακό, ύλη-πνεύμα, φως-σκοτάδι, δικαιοσύνη-αδικία, αλήθεια-ψέμα κ.ά.). Τα ζεύγη των αντιθέτων κυριαρχούν όχι μόνο στις αντιλήψεις μας για τη δημοκρατία αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε την πραγματικότητα, χάνοντας από τα μάτια μας αυτά που υπάρχουν στον ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στους δύο πόλους. Το έτερον πρέπει να είναι πάντα εκείνο το αντίπαλο δέος που θα δικαιώσει τη δική μας θέση και θα την καταστήσει μοναδική «αλήθεια» με οικουμενικές αξιώσεις. Η ηχώ του αντίπαλου λόγου ενοικεί λαθραία σε κάθε μας προφορική ή γραπτή διατύπωση, ενίοτε δε ακόμα και στη σιωπή που έχει τον δικό της τρόπο να μιλά και να εμφιλοχωρεί στη γραφή μας. Σε αυτήν την ηχώ πασχίζουμε να απαντήσουμε, σε αυτήν πασχίζουμε να δικαιολογήσουμε τις πράξεις μας, σε αυτήν πασχίζουμε να απολογηθούμε. Τα αντεπιχειρήματα του αντίπαλου λόγου πασχίζουμε να προλάβουμε, αυτόν επιθυμούμε διακαώς να νικήσουμε κατά κράτος και να τον κάνουμε να σωπάσει για πάντα.
Ο μύθος και ο λόγος εντάχθηκαν από πολύ νωρίς σε αυτόν τον μανιχαϊστικό τρόπο σκέψης ως δύο αντιθετικές μορφές αφήγησης, δύο αντιθετικοί νοητικοί πόλοι με διαφορετική κοινωνική λειτουργία ο καθένας. Ο μύθος ταυτίστηκε με τη συμβολική γλώσσα του παραμυθιού, την αχαλίνωτη φαντασία και το ψέμα, ενώ ο λόγος ταυτίστηκε με την αναλυτική γλώσσα της επιστήμης, τα λογικά επιχειρήματα και την αλήθεια. Ο διαχωρισμός υπήρξε τόσο κάθετος που αγνοήθηκαν τα κοινά τους στοιχεία: Τόσο ο μύθος όσο και ο λόγος αναζητούν αμφότεροι να ανακαλύψουν μια τάξη στο Χάος, αλλά ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να αναζητά και να ανακαλύπτει. Μαζί με τα κοινά τους στοιχεία αποσιωπήθηκαν επίσης ολόκληρες ιστορικές περίοδοι και φιλόσοφοι, όπως για παράδειγμα οι προσωκρατικοί και οι σοφιστές, στη σκέψη των οποίων ο μύθος και ο λόγος βρίσκονταν σε ένα γόνιμο διάλογο μεταξύ τους και με την κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα η επιστήμη και η φιλοσοφία αδυνατούν να δώσουν μια πειστική εξήγηση για την αντιφατική στάση του Πλάτωνα απέναντι στον μύθο, την ποίηση, το θέατρο και τη γραφή.
Μέχρι να εμφανιστούν οι πρώτες αμφισβητήσεις, στον δυτικό πολιτισμό κυριαρχούσε η αντίληψη ότι η εμφάνιση του λόγου και η ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης διέρρηξαν τη συνέχεια της προ-λογικής μυθικής σκέψης και σηματοδότησαν τη μετάβαση της ανθρωπότητας (ενν. του δυτικού ανθρώπου) από τον πρωτογονισμό σε ένα ανώτερο πολιτισμικό στάδιο. Η αντίληψη αυτή αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία ιεραρχικών ταξινομήσεων που, κατά κανόνα, εξυπηρετούσαν τα θρησκευτικοπολιτικά συμφέροντα των χριστιανών έναντι των κάθε λογής «απίστων» και «αιρετικών», τα ταξικά συμφέροντα των κυρίαρχων ελίτ έναντι των λαϊκών στρωμάτων και, εντέλει, το ιδεολόγημα της ανωτερότητας του δυτικού πολιτισμού έναντι των αποικιοκρατούμενων λαών και πολιτισμών. Η δυτική νοησιαρχία και η διαλεκτική τροφοδότησαν νέες ριζικές αντιθέσεις όπως, για παράδειγμα, ανάμεσα στους «πρωτόγονους» και τους «πολιτισμένους», την άγρια φύση και την ανάπτυξη, την παράδοση και τον εκσυγχρονισμό, τους αναλφάβητους και τους εγγράμματους και πολλές άλλες ακόμα.
Τη δεκαετία του 1960, ο Γάλλος ανθρωπολόγος Claude Lévy-Strauss (1908-2009) έκανε την αρχή, εισάγοντας τη δομική ανάλυση στη μελέτη των πρωτόγονων μύθων σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει τη συνέχεια ανάμεσα στη μυθική και την επιστημονική σκέψη. Το έργο του υπήρξε πρωτοποριακό και οδήγησε στην παραδοχή ότι και οι δύο τρόποι σκέψης χρησιμοποιούν λογικά εργαλεία στην ερμηνεία του κόσμου και ότι οι μεταξύ τους διαφορές θα έπρεπε να αναζητηθούν στα τυπικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες διαμορφώθηκαν. Από αυτή την οπτική γωνία, ο μύθος συνδέεται με την κοινοτική οργάνωση, δηλαδή με την ύπαρξη μιας κοινότητας που διαθέτει αναπτυγμένη συλλογική μνήμη και αντιλαμβάνεται στον εαυτό της ως ολότητα. Η μετάδοση του μύθου στα μέλη της κοινότητας και από γενιά σε γενιά είναι πάντα ρευστή και προφορική, σε αντίθεση με τον φιλοσοφικό-επιστημονικό λόγο που απαιτεί την ύπαρξη μιας εξατομικευμένης κοινωνίας και έναν πολιτισμό γραφής. Ο μύθος οργανώνεται ως προφορική αφήγηση, εκφέρεται ως μονόλογος και προσπαθεί να ερμηνεύσει μια υφιστάμενη κατάσταση ανάγοντας τις απαρχές της στον θεϊκό κόσμο ως αναπαράσταση των στοιχείων της φύσης. Αντίθετα, ο φιλοσοφικός-επιστημονικός λόγος ενδιαφέρεται για την εγκόσμια κατάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης και εκφέρεται ως επιχειρηματολογία στο περιβάλλον ενός ανταγωνιστικού διαλόγου, στο πλαίσιο του οποίου κάθε πλευρά προσπαθεί να υποστηρίξει τη δική της θέση έναντι του αντίπαλου λόγου.
Στη συνέχεια, θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα σύγχρονων φιλοσόφων-επιστημόνων που είχαν το θάρρος να παραδεχτούν ότι αναθεώρησαν τις αρχικές τους απόψεις.
Ως νεαρός ψυχολόγος, ο Τζερόμ Μπρούνερ είχε υποστηρίξει ότι οι αφηγήσεις της φαντασίας μπορούν να ελεγχθούν, να αποδειχθούν, να επαληθευτούν ή να διαψευστούν με την επιστημονική μέθοδο. Πίστευε τότε ότι η επιστήμη μπορούσε να δαμάσει τη φαντασία και ότι ο κόσμος της λογικής και ο κόσμος του μύθου είναι δυο διαφορετικοί νοητικοί κόσμοι που ακολουθούν ο καθένας τον δικό του ξεχωριστό δρόμο. Στην πορεία, όμως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν πραγματικά θέλουμε να κατανοήσουμε την ανθρώπινη συνθήκη, έχουμε ανάγκη την ένωση των δύο κόσμων με βάση την αρχή της συμπληρωματικότητας. Τη στιγμή που ο επιστημονικός τρόπος σκέψης εξετάζει το πώς είναι στ’ αλήθεια ο πραγματικός κόσμος, ο αφηγηματικός τρόπος σκέψης στρέφεται στο πώς θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να είναι τα πράγματα, αν είχαν γίνει διαφορετικά. Το παράδειγμα της Αντιγόνης του Σοφοκλή είναι ενδεικτικό: Ο Κρέων θα έπρεπε να είχε επιτρέψει την ταφή του Πολυνείκη, καθώς η άρνησή του έφερε ανείπωτη καταστροφή ακόμα και στα αγαπημένα του πρόσωπα. Οι σκληροί πραγματιστές, που μένουν πιστοί στα γεγονότα και χάνουν από τα μάτια τους τον σκοτεινό και προκλητικό κόσμο της αφήγησης, στην ουσία στενεύουν τους ορίζοντες της ζωής και επιβάλλουν την τυραννία της μίας και μοναδικής «αλήθειας» για τον πραγματικό κόσμο, περιορίζοντας την ελευθερία της έκφρασης. Με τα λόγια του ίδιου του Μπρούνερ, «αφήστε να ανθίσουν πολλές ιστορίες.» (σ. 166)
Από μια διαφορετική οπτική γωνία, ο Ουμπέρτο Έκο διεκδίκησε για τον εαυτό του και τους πανεπιστημιακούς καθηγητές το δικαίωμα να ικανοποιούν το κρυφό τους πάθος για την αφήγηση και να λένε μέσω της μυθοπλασίας όσα δεν μπορούν να πουν μέσω της επιστήμης. Ο Έκο παραδέχεται ότι, στην αρχή της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας, διακατεχόταν από την «πλατωνική υπεροψία» που είχε διαποτίσει τον χώρο της φιλοσοφίας και θεωρούσε τους ποιητές και, εν γένει, τους καλλιτέχνες φυλακισμένους μέσα στα ίδια τους τα ψέματα. Μόνον οι φιλόσοφοι μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στον αληθινό Κόσμο των Ιδεών. Στην πορεία, διαπίστωσε ότι πολλοί μελετητές και καθηγητές πανεπιστημίου ένιωθαν την παρόρμηση να αφηγηθούν ιστορίες και έκρυβαν στα συρτάρια τους ένα σωρό αδημοσίευτα μυθιστορήματα.
Αιτία αυτής της κρυψίνοιας είναι ο αυστηρός και άκαμπτος διαχωρισμός ανάμεσα στην επιστημονική και τη δημιουργική γραφή. Η επιστημονική γραφή και τα θεωρητικά δοκίμια συνήθως επιδιώκουν να αποδείξουν μια συγκεκριμένη θέση ή να δώσουν απαντήσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα. Αντίθετα, η δημιουργική γραφή και η μυθοπλασία επιδιώκουν να αναπαραστήσουν τη ζωή μέσα σε όλη της την ασυνέπεια, τονίζοντας τις αντιφάσεις της με σκοπό να τις καταστήσουν εναργέστερες. Απέναντι σε αυτές τις αντιφάσεις, οι δημιουργικοί συγγραφείς δεν προσφέρουν οριστικές συνταγές, αλλά προτείνουν στους αναγνώστες τους να πειραματιστούν, δοκιμάζοντας διάφορες λύσεις. Τα μυθοπλαστικά έργα που γράφονται με αυτόν τον τρόπο δεν είναι απλά γλωσσικά φαινόμενα, αλλά δημιουργικές επινοήσεις δυνητικών κόσμων που συγκροτούνται μέσω της παρατήρησης και της έρευνας – πρακτικές που άλλοτε αποτελούσαν προνομιακά πεδία της επιστήμης. Σε αυτές τις δημιουργικές επινοήσεις, μια σημαίνουσα ιδέα εισέρχεται σε ένα γόνιμο διάλογο με το «ψέμα» του μύθου και την «αλήθεια» της επιστήμης προκειμένου να προσφέρει εναλλακτικές ερμηνείες του κόσμου, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος της ανθρώπινης ύπαρξης.
Πέραν αυτών των διαφορών, ο Έκο αμφισβητεί τόσο την αντίληψη ότι η επιστημονική γραφή δεν μπορεί να είναι δημιουργική όσο και τη διαδεδομένη πρακτική να διδάσκονται και να μελετώνται τα σπουδαία φιλοσοφικά και επιστημονικά κείμενα ως «στιλιστικά αριστουργήματα». Όπως και ο Μπρούνερ, τάσσεται υπέρ της συνένωσης του επιστημονικού και του αφηγηματικού τρόπου σκέψης και εξομολογείται ότι ο ίδιος άρχισε να ικανοποιεί το δικό του κρυφό πάθος για την αφήγηση, δημιουργώντας μια ιστορία μέσα από κάθε κριτικό δοκίμιο. Κατέληξε να πιστεύει ότι κάθε επιστημονικό βιβλίο πρέπει να έχει τη μορφή αστυνομικής ιστορίας, να είναι δηλαδή η αφήγηση της αναζήτησης για κάποιο μεταφορικό Άγιο Δισκοπότηρο, προχωρώντας με τη δοκιμή και το λάθος, διατυπώνοντας και απορρίπτοντας διάφορες υποθέσεις εργασίας. Αυτή η διαδρομή της σκέψης του, σε συνδυασμό με την ακατανίκητη παρόρμησή του να αφηγείται ιστορίες, οδήγησε τον Έκο στην υπέρβαση των ακαδημαϊκών περιορισμών και στη συγγραφή του πρώτου του μυθιστορήματος το 1980 σε ώριμη ηλικία. Το όνομα του ρόδου ακολούθησαν πολλά ακόμα απολαυστικά μυθιστορήματα, χωρίς να χάσει ούτε δράμι από την επιστημονική εγκυρότητα που απολάμβανε ως φιλόσοφος, μεσαιωνολόγος, σημειολόγος και μελετητής της νεώτερης λογοτεχνίας.
Προτεινόμενα αναγνώσματα
Bruner, Jerome, Δημιουργώντας Ιστορίες. Νόμος, Λογοτεχνία, Ζωή, μτφρ. Β. Τσούρτου, Κ. Πολυδάκη, Γ. Κουγιουμουτζάκης, επιμ. Γ. Κουγιουμουτζάκης, Αθήνα: Πεδίο 2028, σ. 163-170.
Έκο, Ουμπέρτο, Εξομολογήσεις ενός νέου μυθιστοριογράφου, μτφρ. Γιώργος Λαμπράκος, Αθήνα: Πατάκης 2011, σ. 11-17.
Lévi-Strauss, Claude, Η άγρια σκέψη, μτφρ. Εύα Καλπουρτζή, Αθήνα: Πατάκης 2019.
Τσέλικας, Σ., «Μύθος και λόγος στον Πλάτωνα» στο: https://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/education/translation/support_practice/page_003.html
Εσείς
Με ποιους άλλους τρόπους πιστεύετε ότι θα μπορούσαν να συνομιλήσουν ο μύθος και ο λόγος, η μυθοπλασία και η επιστήμη;