Β. Αυτοέκδοση
Κάθε συγγραφέας που φτάνει στο κατώφλι της έκδοσης έχει μια συγκεκριμένη εικόνα για τον εαυτό του/της, τις ικανότητες και την αξία του έργου του/της, συνήθως την καλύτερη, την πιο φιλόδοξη και την πιο αισιόδοξη. Έχει αφιερώσει πολύ χρόνο στη συγγραφή, έχει κάνει πολλές θυσίες, έχει εργαστεί σκληρά και ονειρεύεται να δει το βιβλίο του/της τυπωμένο ή ψηφιοποιημένο να φιγουράρει στους πάγκους των βιβλιοπωλείων ή στις παγκόσμιες ψηφιακές πλατφόρμες.
Από την άλλη μεριά, αυτή η θετική ψυχολογία, οι ευσεβείς πόθοι, η ανάγκη για επικοινωνία και αναγνώριση υπονομεύονται από μια πολυπρισματική εξωτερική πραγματικότητα με πολλές παγίδες και εμπόδια που καθιστούν αβέβαιη την εκπλήρωση των αρχικών σχεδίων και στόχων. Απέναντι σε αυτή την αβεβαιότητα κάθε συγγραφέας αντιδρά με τον δικό του/της τρόπο: Παραιτείται, προσαρμόζεται, συμβιβάζεται ή συνεχίζει με πείσμα τον δικό του/της δρόμο, αλλά δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι, αργά ή γρήγορα, θα βρεθεί αντιμέτωπος/η με την υλική διάσταση ενός εγχειρήματος που στην κοινή αντίληψη έχει καταχωρηθεί ως κατεξοχήν «πνευματικό».
Από τη δεκαετία του 2000 που η εκδοτική βιομηχανία παραδόθηκε ολοκληρωτικά και άνευ όρων στην ελεύθερη αγορά του αγγλοσαξονικού νεοφιλελεύθερου μοντέλου, δημιουργήθηκε ως αντίβαρο μια νέα «φυλή» συγγραφέων. Oι λεγόμενοι/ες «ανεξάρτητοι/ες συγγραφείς» («independent» ή «indie authors») καταφεύγουν στην «αυτοέκδοση» σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν οι ίδιοι και οι ίδιες τον πλήρη έλεγχο όλων των σταδίων της έκδοσης των βιβλίων τους, από την επιμέλεια και την εκτύπωση ή ψηφιοποίησή τους μέχρι τη διακίνηση και την προώθησή τους σε τοπικό, εθνικό ή/και παγκόσμιο επίπεδο. Από το 2012 διαθέτουν μάλιστα έναν δικό τους φορέα παγκόσμιας εμβέλειας («The Alliance of Independent Authors»), ο οποίος ιδρύθηκε στο Λονδίνο, στην Έκθεση Βιβλίου εκείνης της χρονιάς, με σκοπό τη συμβουλευτική υποστήριξη των αυτοεκδιδόμενων συγγραφέων, την επίτευξη της συγγραφικής αριστείας και την πρόσβαση σε εναλλακτικούς εκδοτικούς μηχανισμούς με βάση ορισμένους κανόνες ηθικής και δεοντολογίας.
Οι έρευνες του εν λόγω φορέα για τα μέλη του δείχνουν ότι οι αυτοεκδιδόμενοι συγγραφείς τείνουν να αυξάνονται, αλλά το τίμημα που πρέπει να πληρώσουν για να παρακάμψουν τη χρονοβόρα διαδικασία της αξιολόγησης του έργου τους από τους παραδοσιακούς εκδότες, για να αποφύγουν το άγχος των αλλεπάλληλων απορρίψεων και για να έχουν την «ανεξαρτησία» τους, δεν είναι άλλο από την ανάληψη όλων των εκδοτικών δαπανών. Αυτό από μόνο του προϋποθέτει ότι οι ανεξάρτητοι/ες συγγραφείς είναι αρκετά ευκατάστατοι/ες, ώστε να μπορούν να διαθέσουν τους απαραίτητους για την έκδοση του βιβλίου τους πόρους. Για να το πούμε με τους όρους της περιβόητης πυραμίδας του Αμερικανού ψυχολόγου Αβραάμ Μάσλοου, πρέπει να έχουν φροντίσει να καλύψουν τις βιοτικές, οικογενειακές και επαγγελματικές τους ανάγκες πριν αποφασίσουν να επιδιώξουν την αυτοπραγμάτωσή τους μέσα από δημιουργικές ενασχολήσεις.
Η αυτοέκδοση, λοιπόν, εμπεριέχει μια συγκεκαλυμμένη ταξική διάσταση, η οποία συνήθως συνοδεύεται από μια επιπλέον προειδοποίηση: Οι συγγραφείς που θέλουν να δουν τα έργα τους ανάμεσα στα ευπώλητα των μεγάλων εκδοτικών οίκων και βιβλιοπωλείων πρέπει να επιλέξουν τη συμβατική οδό της παραδοσιακής έκδοσης. Η επιλογή της αυτοέκδοσης δεν μπορεί να ικανοποιήσει παρά μόνον τις ανάγκες όσων θέλουν απλώς να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, να αφηγηθούν την ιστορία τους και να τη μοιραστούν με τους οικείους τους ή/και ένα κοινό που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευρύ. Αλλά ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, οι νέες τεχνολογίες καθιστούν μάλλον αναγκαία τη συνεργασία με κάποιον έμπειρο εκδοτικό οίκο που θα τους/τις βοηθήσει να επιλέξουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά του βιβλίου που ονειρεύονται να εκδώσουν είτε στην παραδοσιακή έντυπη μορφή (σχήμα και μέγεθος του βιβλίου, ποιότητα χαρτιού, σελιδοποίηση, γραμματοσειρά, σχεδιασμός εξωφύλλου κ.ά.) είτε με τη μορφή e-book. Το κόστος της αυτοέκδοσης ανεβαίνει κατακόρυφα, ακόμα κι αν ο/η συγγραφέας δεν ανήκει στη συντριπτική πλειονότητα των ηλεκτρονικά αναλφάβητων και μπορεί να χειριστεί έναν επεξεργαστή κειμένου αρκετά αποτελεσματικά, ώστε να δημιουργήσει μια ηλεκτρονική μορφή του έργου με τη μικρότερη δυνατή ανάγκη παρεμβάσεων και βελτιώσεων και, άρα, με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κριτική που ασκείται συνήθως στην τάση της αυτοέκδοσης επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στην κακή ποιότητα των βιβλίων, καθώς πολλοί/ές συγγραφείς προσπαθούν να αποφύγουν τη δαπάνη της επιμέλειας, είτε επειδή πιστεύουν ότι χειρίζονται άψογα τη γλώσσα στην οποία γράφουν, είτε επειδή επαφίενται στον ηλεκτρονικό ορθογράφο του υπολογιστή τους. Ωστόσο, από την απλή φιλολογική επιμέλεια (συντακτικό και ορθογραφία) μέχρι την «εις βάθος» επιμέλεια («deep editing») της δομής, του περιεχομένου, του ύφους και της παρουσίασης του κειμένου, στην πράξη η επιμέλεια και οι διορθώσεις της σελιδοποίησης αποδεικνύονται απαραίτητες ιδιαίτερα για τους νέους και άπειρους ανεξάρτητους συγγραφείς που θέλουν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα με άρτια έργα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τόσο στις συμβατικές εκδόσεις όσο και στον χώρο της αυτοέκδοσης κινούνται τα ίδια επαγγέλματα παροχής αμειβόμενων εκδοτικών υπηρεσιών που υπόσχονται υποστήριξη και βοήθεια σε όλα τα στάδια της έκδοσης και προώθησης των βιβλίων. Η διαφορά έγκειται στο ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό, στην κατά περίπτωση συμφωνία που θα γίνει με τον εκάστοτε εκδοτικό οίκο και στον υπολογισμό του κέρδους επί των πωλήσεων, καθώς οι ανεξάρτητοι/ες συγγραφείς που έχουν καταβάλει το σύνολο των εκδοτικών δαπανών μπορούν να διεκδικήσουν έως και το 100% του κέρδους επί των πωλήσεων. Εννοείται, βεβαίως, ότι για «κέρδος» μπορούμε να μιλάμε μόνον από τη στιγμή που θα έχουμε καταφέρει να κάνουμε απόσβεση του αρχικού κεφαλαίου που επενδύσαμε, πράγμα το οποίο συνήθως απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα, συνεχή παρακολούθηση της εμπορικής πορείας των βιβλίων στα βιβλιοπωλεία και στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες και, ενδεχομένως, ένα επιπλέον κόστος για την παρακολούθηση αυτή από κάποιον έμπειρο συνεργάτη.
Σε αντίθεση λοιπόν με την αντίληψη που προωθεί τις νέες τεχνολογίες και την αυτοέκδοση ως εργαλεία «εκδημοκρατισμού» του εκδοτικού χώρου, στην πραγματικότητα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την εισαγωγή μιας νέας μορφής επιχειρηματικότητας, η οποία έχει ήδη κάνει την εμφάνισή της και στην Ελλάδα, αν και όχι με την αναμενόμενη επιτυχία. Όσοι και όσες επιθυμούν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία και την πλήρη κυριότητα του συγγραφικού τους έργου αναγκάζονται να γίνουν οι ίδιοι και οι ίδιες «συγγραφείς-επιχειρηματίες» («authorpreneurs») με κύριο αντικείμενο την εμπορευματοποίηση του ίδιου τους του εαυτού στις συνθήκες της (νεοφιλ)ελεύθερης αγοράς. Η κυριαρχία του εμπορικού κριτηρίου, η αυτοαναφορικότητα, η αυτοπροβολή και η εκζήτηση στην προώθηση ευνοούν την εμφάνιση νέων συγγραφικών ανθρωποτύπων ή «φυλών» συγγραφέων ανάλογα με τον τύπο έκδοσης που επιλέγουν (συμβατική, αυτοέκδοση ή/και τις δύο ταυτόχρονα) και ανεξάρτητα από την ποιότητα του έργου τους. Το αποτέλεσμα είναι μια θεαματική αύξηση της παραγωγής βιβλίων την ίδια στιγμή που το αναγνωστικό κοινό φαίνεται να συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο ή να αντικαθίσταται από ακροατές audio books, συνήθεια που άλλωστε προωθείται κατά κόρον από το You Tube και τείνει να καταργήσει τις συνήθειες της γραφής και της ανάγνωσης.
Στο τέλος της μέρας, φαίνεται πως η αυτοέκδοση εξυπηρετεί περισσότερο την ανάγκη των παραδοσιακών εκδοτικών οίκων να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις των καιρών παρά την «ανεξαρτησία» των ίδιων των συγγραφέων ή τον «εκδημοκρατισμό» του εκδοτικού χώρου. Όταν ζητούν από τους συγγραφείς να πληρώσουν για την έκδοση του έργου τους και να αγοράσουν πρώτοι οι ίδιοι δεκάδες αντίτυπα του βιβλίου τους, στην πραγματικότητα αποποιούνται τον δικό τους εκδοτικό ρόλο να επιλέγουν, να επεξεργάζονται και να προσφέρουν στους αναγνώστες ποιοτικό, πολυμορφικό και εναλλακτικό περιεχόμενο. Συμμετέχουν και συναινούν έτσι στη διαμόρφωση μιας νέας εκδοτικής ηθικής που ανοίγει τον δρόμο για τη δραστηριοποίηση εξειδικευμένων στην αυτοέκδοση εταιρειών, οι οποίες καλλιεργούν, ικανοποιούν και εκμεταλλεύονται ένα ναρκισσιστικό συγγραφικό «εγώ» με υπέρμετρες φιλοδοξίες, αβέβαιη ποιότητα περιεχομένου και μικρή απήχηση στο αναγνωστικό κοινό.
Μπορούμε να κάνουμε κάτι για όλα αυτά; Ναι, μπορούμε.
- Συνεχίζουμε να γράφουμε και να διαβάζουμε, επειδή δεν θέλουμε να αφήσουμε αυτές τις κατεξοχήν ανθρώπινες δεξιότητες να ατονήσουν και να ξεχαστούν, επειδή έχουμε ενσυνείδητα επιλέξει τη γραφή και την ανάγνωση ως έναν τρόπο στοχασμού και έκφρασης που καλύπτει σημαντικές εσωτερικές μας ανάγκες, επειδή έτσι μπορούμε να αναζητήσουμε και να πάρουμε απαντήσεις στα υπαρξιακά μας ερωτήματα, επειδή έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε βαθύτερα τη θέση μας στον κόσμο και τη σχέση μας με τους άλλους και την εξωτερική πραγματικότητα.
- Εισερχόμαστε με ταπεινότητα σε μια εκούσια και διαρκή διαδικασία αυτοκατευθυνόμενης μάθησης και διανοητικής χειραφέτησης που μας επιτρέπει να αναπτύξουμε την κριτική μας σκέψη σε συνάρτηση με τις βιωματικές μας εμπειρίες.
- Δημιουργούμε τη δική μας συγγραφική ιστοσελίδα στην οποία αυτοεκδίδουμε με παρρησία τους φόβους, τους πόθους και τους προβληματισμούς μας, ελεύθεροι και ελεύθερες από τους καταναγκασμούς των εκδοτικών καταλόγων με τα ευπώλητα που μας πιέζουν να γράφουμε αυτά που περιμένουν από εμάς οι εκδότες, οι κριτικοί, οι βιβλιοπώλες και η κοινή γνώμη των αναγνωστών-ακροατών.
- Αναζητάμε και επιδιώκουμε τη συμμετοχή μας σε ανοικτές συγγραφικές κοινότητες, οι οποίες μας παρέχουν τη δυνατότητα να μοιραστούμε τις εμπειρίες και τους στοχασμούς μας με ομοτέχνους, να εμπνευστούμε από την ανταλλαγή εναλλακτικών οπτικών και να μειώσουμε την αίσθηση της συγγραφικής μας μοναξιάς.
Περισσότερα για τις συγγραφικές κοινότητες σε επόμενο blog…