Skip to main content

Είναι προχωρημένο καλοκαίρι. Κάνει πολλή ζέστη και τα τζιτζίκια τραγουδούν ασταμάτητα. Ο Σωκράτης συναντά τυχαία τον Φαίδρο, ο οποίος κρύβει κάτω από το ιμάτιό του ένα χειρόγραφο του ρήτορα Λυσία για τον έρωτα. Ο Σωκράτης το ανακαλύπτει και παρασύρει τον Φαίδρο στην όχθη του Ιλισού, πράγμα μάλλον παράδοξο για τον γηραιό φιλόσοφο που δεν συνήθιζε να απομακρύνεται από την πολύβουη αγορά της πόλης, γιατί μόνο κοντά στους ανθρώπους έβρισκε τη γνώση, όπως ομολογεί. Προκειμένου όμως για την ανάγνωση ενός γραπτού κειμένου, έπρεπε να βρίσκονται μακριά από τους ανθρώπους και κοντά στους θεούς. Κάθονται λοιπόν καταγής στην πυκνή σκιά ενός ψηλού πλατάνου κι ο Φαίδρος αρχίζει να διαβάζει δυνατά.

Το βιβλίο του Θωθ

Όταν τελειώνει την ανάγνωση, ο Φαίδρος, ενθουσιασμένος με όσα έγραφε ο Λυσίας για τον έρωτα, ζητά τη γνώμη του Σωκράτη. Προς έκπληξη όμως του Φαίδρου, ο Σωκράτης δηλώνει άγνοια για το θέμα, αν και ισχυρίζεται ότι έχει ακούσει παλαιότερους σοφούς άνδρες και γυναίκες, όπως τη Σαπφώ, τον Ανακρέοντα και άλλους συγγραφείς, να λένε σπουδαιότερα πράγματα για τον έρωτα με καλύτερο τρόπο. Ο Λυσίας, λέει ο Σωκράτης, επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα με άλλα λόγια, όπως κάνουν όλοι οι ρήτορες. Ο Φαίδρος όμως επιμένει φορτικά, κατηγορεί τον Σωκράτη ότι υποκρίνεται τον δύσκολο και απειλεί ότι θα τον εξαναγκάσει να μιλήσει διά της βίας.  Ο Σωκράτης απολογείται ότι αρνείται να μιλήσει για τον έρωτα από ντροπή και κάνει έκκληση στις Μούσες να τον βοηθήσουν να διαπράξει τέτοια ύβρη. Και τότε, ως εκ θαύματος, καταλαμβάνεται από οίστρο και εκφωνεί ένα μακρύ λόγο για το θέμα.

Ο Φαίδρος δεν μένει ικανοποιημένος. Βρίσκει τον λόγο του Σωκράτη λειψό και τον πιέζει να πει κι άλλα. Ο Σωκράτης εκνευρίζεται και σηκώνεται να φύγει, αλλά την τελευταία στιγμή ακούει μέσα του τη φωνή του δαιμονίου του να τον παρακινεί να μείνει και να εξαγνιστεί από το αμάρτημα που διέπραξε, μιλώντας για πράγματα ανόητα και ασεβή. Κι αφού εξηγεί πως αυτή η φωνή μέσα του είναι η φωνή του θεού Απόλλωνα που διδάσκει στις ιέρειες την τέχνη της μαντικής, δηλώνει πως και ο ίδιος είναι ο μάντης του εαυτού του. Μετά αφήνεται να καταληφθεί από τη μανία της ποίησης και διηγείται με ανανεωμένο οίστρο τον μύθο του φτερωτού άρματος του έρωτα με τα δυο άλογα: ένα άσπρο, που συμβολίζει τον καλό έρωτα του κάλλους της ψυχής, κι ένα μαύρο, που συμβολίζει τον αισχρό έρωτα της σάρκας. Τότε ο Φαίδρος αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι ο λόγος του Σωκράτη για τον έρωτα είναι καλύτερος από τον λόγο του Λυσία. Ο Σωκράτης είναι πραγματικά ασυναγώνιστος!

Οι δύο συνομιλητές στρέφουν τώρα το ενδιαφέρον τους στη φιλοδοξία των ρητόρων και των πολιτικών να γράφουν λόγους στους οποίους αυτοεπαινούνται ως άξιοι συγγραφείς και να αφήνουν πίσω τους συγγράμματα γραμμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποσπούν τους επαίνους των άλλων.  Για τον Σωκράτη, δεν είναι ντροπή να γράφει κάποιος λόγους αλλά να λέει και να γράφει κακούς και αισχρούς λόγους. Υπάρχει λοιπόν ένας καλός και ένας κακός τρόπος ομιλίας και γραφής. Μετά από μια σύντομη παρέκβαση για να διώξει την αποχαύνωση από τη ζέστη με τον μύθο των τζιτζικιών, ο Σωκράτης πλέκει το εγκώμιο της Καλλιόπης και της Ουρανίας (των Μουσών της φιλοσοφίας) και εξηγεί.

Όπως σε όλα τα ζητήματα, ο ρήτορας πρέπει να γνωρίζει τη φύση του καλού και του κακού και να μη βαφτίζει το γαϊδούρι άλογο, παρασύροντας τους αμαθείς να πιστεύουν τέτοια ψεύδη και να πράττουν το κακό. Η ρητορική δεν είναι μια τέχνη ψυχαγωγίας με τα λόγια, όπως η ομηρική ποίηση, αλλά μια τέχνη της αντιλογίας που δεν μπορεί να ασκείται στην πολιτική και στα δικαστήρια χωρίς γνώση της ουσίας των πραγμάτων και της διαφοράς που διακρίνει μια έννοια από την αντίθετή της. Ο Σωκράτης περιγράφει τη διαλεκτική μέθοδο (ορισμός της έννοιας, ανάλυση και σύνθεση) με παραδείγματα από τον λόγο του Λυσία, τον οποίο αποδομεί για να αποδείξει τη σύγχυση των ιδεών, τη άτακτη διασπορά απροσδιόριστων εννοιών και, εντέλει, την αναξιότητα του ρήτορα. Ομολογεί βέβαια και πάλι την άγνοιά του για το θέμα της συζήτησης, αλλά του φαίνεται πως ο συγγραφέας αυτού του λόγου έγραφε ό,τι του ερχόταν στο μυαλό, χωρίς αρχή, μέση και τέλος.

Ο Φαίδρος δεν φαίνεται να διαφωνεί με τη διαλεκτική μέθοδο, αλλά τον απασχολεί η αξία και η δύναμη της ρητορικής στις δημόσιες συνελεύσεις. Ο Σωκράτης κάνει τώρα μια σύντομη ιστορική επισκόπηση αναφερόμενος στους γνωστότερους από τους ρήτορες. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλοι αυτοί αδυνατούν να ορίσουν τη ρητορική, επειδή δεν γνωρίζουν τη διαλεκτική. Επομένως, ασκούν τη ρητορική εμπειρικά και μηχανικά χωρίς να διαθέτουν την οξεία παρατηρητικότητα που απαιτεί η φιλοσοφία ως επιστήμη και μελέτη της φύσης των πραγμάτων και ιδίως της ψυχής. Ακόμα χειρότερα, οι γνωστοί συγγραφείς είναι πανούργοι, επειδή γνωρίζουν αλλά αποκρύπτουν τις γνώσεις τους για την ψυχή και δεν πρέπει να πιστεύουμε αυτά που γράφουν. Οι σωστοί ρήτορες πρέπει να απευθύνουν σε κάθε άνθρωπο τους λόγους που αρμόζουν στον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, αλλά εκείνοι κατηγορούν εμάς (τον Πλάτωνα και τους μαθητές της Ακαδημίας του) ότι καυχόμαστε υπερβολικά για τη διαλεκτική μας. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι στα δικαστήρια δεν χρειάζεται η γνώση της αλήθειας αλλά μόνον η παράσταση του πιθανού. Με άλλα λόγια, ακολουθούν τις δοξασίες του πλήθους και επιδιώκουν να παραστήσουν το φαινομενικό αντί της πραγματικής αλήθειας.

Στο σημείο αυτό, ο Σωκράτης ρωτά τον Φαίδρο αν γνωρίζει με ποιον τρόπο μπορεί να γίνει κάποιος αρεστός στους θεούς με τον προφορικό και τον γραπτό του λόγο. Ο Φαίδρος απαντά πως δεν γνωρίζει κι ο Σωκράτης αρχίζει να διηγείται έναν πανάρχαιο αιγυπτιακό μύθο για τη γραφή (το ιερογλυφικό σύστημα), την οποία πρώτος επινόησε ένας αιγυπτιακός θεός ονόματι Θευθ (Θωθ για τους Αιγυπτίους και Ερμής ο Τρισμέγιστος για τους Έλληνες). Αυτός ο Θευθ, λοιπόν, εμφανίστηκε στον βασιλιά της Αιγύπτου Θαμούς, που οι Έλληνες αποκαλούν θεό Άμμωνα, για να του αναγγείλει με ενθουσιασμό ότι βρήκε το φάρμακο της σοφίας και της μνήμης. Όμως, ο βασιλιάς αποπήρε τον Θευθ για τον κομπασμό του και προφήτευσε πως τα γράμματα θα φέρουν τη λήθη στις ψυχές όσων τα μάθουν, επειδή θα αποκτήσουν τόση εμπιστοσύνη στη γραφή ώστε δεν θα ανακαλούν πια τα πράγματα από μέσα τους αλλά από εξωτερικά σημεία, ξένα προς τον εαυτό τους. Για τον βασιλιά, η μόνη ωφέλεια που μπορεί να προκύψει από αυτά τα εξωτερικά σημεία είναι η ευχέρεια της υπόμνησης. Οι μαθητές δεν θα αποκτήσουν παρά μόνο επιφανειακή σοφία, όχι τη γνώση της αλήθειας. Θα διαβάζουν πολλά χωρίς να τα διδάσκονται και θα φαντάζονται ότι έχουν γίνει πολυμαθείς, ενώ στην πραγματικότητα θα είναι αμαθείς και ανυπόφοροι στις συναναστροφές τους, επειδή αντί για σοφοί θα έχουν γίνει δοκησίσοφοι.

Αυτά είπε ο βασιλιάς στον Θευθ. Ο  Σωκράτης ισχυρίζεται ότι είναι αφελής όποιος πιστεύει ότι μπορεί να προέλθει αληθινή γνώση από τα γράμματα. Η μόνη χρησιμότητα του γραπτού λόγου είναι να βοηθά τον συγγραφέα να θυμάται το θέμα που πραγματεύτηκε. Η γραφή έχει το ίδιο ελάττωμα με τη ζωγραφική: Και των δυο τα έργα παρουσιάζονται μπροστά στα μάτια μας σαν αληθινά, αλλά δεν είναι ζωντανά και δεν μπορούν να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας. Ό,τι κι αν ρωτήσουμε τα γραπτά κείμενα, θα πάρουμε πάντα την ίδια κι απαράλλαχτη απάντηση, ενώ σέρνονται παντού αλλάζοντας συνεχώς χέρια ανάμεσα στους ειδήμονες και στους αμαθείς, χωρίς οι συγγραφείς να μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Επομένως, ο γραπτός λόγος δεν είναι παρά ένα ομοίωμα της αληθινής γνώσης. Αντίθετα, ο προφορικός λόγος, που είναι ο αδερφός του γραπτού λόγου, παραμένει γνήσιος, ζωντανός και έμψυχος, πηγάζει από την ψυχή αυτού που γνωρίζει την αλήθεια, χαράσσεται στην ψυχή αυτού που μαθαίνει και μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό του, γνωρίζοντας σε ποιους πρέπει να μιλά και σε ποιους να σωπαίνει. Ο γραπτός λόγος μοιάζει με τον ανέμελο και επιπόλαιο γεωργό που ρίχνει τους σπόρους του στους κήπους του Άδωνη για να παίξει και να διασκεδάσει, απολαμβάνοντας την εφήμερη ομορφιά γεννημάτων που βλασταίνουν και μαραίνονται μέσα σε οκτώ μέρες. Υπάρχει όμως κι ο αληθινός λόγος, ο οποίος μοιάζει με τον σοβαρό και συνετό γεωργό που φροντίζει να σπείρει στο κατάλληλο έδαφος το καλοκαίρι και περιμένει με υπομονή να δει τη σπορά του να ανθίζει μετά από οκτώ μήνες.

Στους κήπους της γραφής, εκείνος που παίρνει τη γραφίδα κι αρχίζει να σπέρνει λέξεις για να διασκεδάσει, χωρίς να νοιάζεται αν τα γεννήματα της σποράς του θα μαραθούν γρήγορα, είναι σαν να γράφει με μελάνι στο νερό: Όσο ωραίο κι αν είναι αυτό που γράφει, σβήνεται αμέσως. Είναι τόσο εφήμερο όσο και τα παιχνίδια που παίζουν εκείνοι που ποτίζουν τον εαυτό τους στα συμπόσια και σε άλλες ανώφελες διασκεδάσεις. Όμως, όσο αυτοί παίζουν, ο πραγματικός φίλος της αλήθειας γράφει και συλλέγει υπομνήσεις μόνο για τον εαυτό του, για να βοηθήσει τη μνήμη του που εξασθενεί με τα γηρατειά. Και συνεχίζει να διδάσκει με σοβαρότητα και υπομονή την τέχνη της διαλεκτικής, περιμένοντας να δει με χαρά τους κήπους των γραμμάτων του να ανθίζουν με λόγους γόνιμους από τους οποίους θα αναφύονται νέοι γόνιμοι λόγοι που θα κρατούν ζωντανό και αθάνατο το σπέρμα της αλήθειας και θα φέρνουν την ευδαιμονία στις ψυχές που το έχουν μέσα τους.

Ανακεφαλαιώνοντας, ο Σωκράτης στέλνει με τον Φαίδρο μήνυμα στον Λυσία και σε όλους τους λογογράφους, στον Όμηρο και σε όλους τους ποιητές, στον Σόλωνα και σε όλους τους νομοθέτες ότι ο τίτλος «σοφός» ανήκει μόνο στον θεό (Απόλλωνα). Στον αναζητητή της αλήθειας ταιριάζει η επωνυμία «φιλόσοφος». Ύστερα, ο Σωκράτης προσεύχεται στον θεό Πάνα και στις άλλες θεότητες που λατρεύονται στις όχθες του Ιλισού να χαρίζει στον ίδιο και στον Φαίδρο την εσωτερική ομορφιά της ψυχής. Είναι ώρα πια να επιστρέψουν στην πόλη.

Προτεινόμενα αναγνώσματα

Φαίδρος – Πλάτωνας (Μετάφραση).pdf – Εδώ η περίληψη του διαλόγου σε ελεύθερη απόδοση.

Marcel Detienne, Οι κήποι του Άδωνη. Η μυθολογία των μυρωδικών στην αρχαία Ελλάδα, εισαγωγή Jean-Pierre Vernant, μτφρ. Κ. Αλεξοπούλου, Σπ. Γεωργακόπουλος, Στ. Οικονόμου, Αθήνα: Πατάκης 2007.

Εσείς
Πώς ερμηνεύετε τη στάση του πλατωνικού Σωκράτη απέναντι στη γραφή;

Leave a Reply