Skip to main content
Πριν από τη γραφή

Τα ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΓΡΑΦΗΣ στο φοινικικό(πάνω) 
και το ελληνικό αρχαϊκό αλφάβητο(κάτω).

Μπορούμε να φανταστούμε πώς ήταν ο κόσμος του προφορικού πολιτισμού πριν από τη διάδοση της γραφής; Αφού η Προϊστορία δεν μπορεί να βασιστεί παρά μόνο σε αρχαιολογικά ευρήματα και η Ιστορία δεν ξεκινά παρά από την εμφάνιση των γραπτών πηγών, άλλο δρόμο δεν έχουμε παρά την καταφυγή στη φαντασία, η οποία τρέφεται από τη μουσική, την ποίηση, τον μύθο και την αμφιβολία.

Τα δύο μεγάλα έπη του τρωικού κύκλου είναι οι μόνες μας πηγές. Από συνήθεια τα αποκαλούμε «ομηρικά έπη» και τα αποδίδουμε στον Όμηρο, αλλά είναι γνωστό ότι δημιουργήθηκαν από πολλούς ποιητές σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Η Ιλιάδα δημιουργήθηκε γύρω στα 750 π.Χ. και προηγήθηκε της Οδύσσειας, η οποία δημιουργήθηκε από άλλους ποιητές γύρω στα 710 π.Χ. Και τα δύο έπη ενσωματώνουν παραδοσιακά θέματα (θεομαχίες, ναυτικές εκστρατείες, καταβάσεις στον Άδη κ.ά.), που ήταν ήδη γνωστά από άλλες έμμετρες ή/και πεζές προφορικές αφηγήσεις με διαφορετικούς ήρωες. Η μεταφορά τους στο χαρτί αποτέλεσε την αφετηριακή στιγμή της τέχνης της Μυθιστορίας, η οποία χρησίμευσε για πολλούς αιώνες και ως πηγή της Ιστορίας, αλλά τα υποτιθέμενα ιστορικά στοιχεία πίσω από τους μύθους δεν επιβεβαιώνονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Η πραγματική τους πρωτοτυπία έγκειται στο γεγονός ότι η συρραφή των ραψωδιών τον έκτο προχριστιανικό αιώνα και η δημιουργία της δομής που γνωρίζουμε σήμερα εγκαινίασε μια νέα αφηγηματική οπτική: Το ετερόκλητο υλικό της προφορικής παράδοσης συνενώθηκε με βάση έναν κεντρικό θεματικό άξονα και οργανώθηκε γύρω από έναν κεντρικό ήρωα, τη μνιν του Αχιλλέα και τον νόστον του Οδυσσέα αντίστοιχα. Με τον τρόπο αυτόν, όχι μόνο διασώθηκαν οι προφορικές αφηγήσεις από τη λήθη, αλλά δημιουργήθηκαν και δυο λογοτεχνικά έργα που, με τη συμβολή της αττικής τραγωδίας, χάραξαν για πάντα στη συλλογική μνήμη και συνείδηση την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Έπος πολέμου και θανάτου, η Ιλιάδα περιγράφει κατορθώματα θεών και ανθρώπων πολλά από τα οποία δεν έχουν τίποτα το «ηρωικό». Η οργή και τα καπρίτσια του Αχιλλέα τις 51 ημέρες στις οποίες εκτείνεται η αφήγηση προκάλεσαν ακόμα περισσότερο μίσος, αίμα και πόνον, δηλαδή μόχθο και δοκιμασίες που έφεραν τους Αχαιούς αντιμέτωπους με τη συνειδητοποίηση της ανθρώπινης μοίρας και της θνητής φύσης των ηρώων. Ορισμένοι μάλιστα μελετητές έχουν διατυπώσει την άποψη ότι η Ιλιάδα θα έπρεπε να φέρει τον τίτλο «Αχιλληίς», ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να ονομαστεί «Εκτοριάς», καθώς ο Έκτορας ήταν ο τραγικότερος όλων των ηρώων της αφήγησης, αλλά κανένας Έλληνας ποιητής δεν θα έγραφε ποτέ για αυτόν κανένα έπος, επειδή ανήκε στους «βαρβάρους».

Έπος επιβίωσης και αναζήτησης, η Οδύσσεια εξιστορεί με ευφάνταστες αλληγορίες όλες τις δυνατές παραλλαγές της ανθρώπινης κατάστασης (πολύτροπη νόηση) συμπυκνωμένες στο πρόσωπο του Οδυσσέα. Τιμωρημένος από τους θεούς για τις ύβρεις που διέπραξε κατά τη διάρκεια του τρωικού πολέμου, ο Οδυσσέας ταλαντεύεται ανάμεσα στην αισιοδοξία και την απογοήτευση, τη μνήμη και τη λήθη, τη γνώση και την άγνοια, την αλήθεια και το ψεύδος για δέκα ολόκληρα χρόνια. Κατορθώνει να ξαναβρεί τον εαυτό του (νόστος), αφού πρώτα τον έχει χάσει κι έχει γίνει ένας «Κανένας» μέσα στην πολλαπλότητα των ξένων και εχθρικών κόσμων που συνάντησε στις περιπλανήσεις του, μακριά από τον δικό του πολιτισμό και όλα εκείνα που κάποτε του προσέφεραν πλούτο, ασφάλεια, κύρος και γόητρο.

Τα δύο έπη περιγράφουν διαφορετικές εποχές για τις οποίες έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Εικάζεται, για παράδειγμα, ότι η εκστρατεία των Αχαιών εναντίον της Τροίας αποτελούσε επεισόδιο του Πρώτου Ελληνικού Αποικισμού (11ος-9ος π.Χ. αι.) στο Ανατολικό Αιγαίο και στα μικρασιατικά παράλια. Ορισμένες μάλιστα αρχαιολογικές ενδείξεις δημιουργούν την υπόνοια ότι κάποιοι από τους Αχαιούς δεν επέστρεψαν ποτέ στις ελλαδικές πατρίδες, όχι επειδή σκοτώθηκαν στον πόλεμο, αλλά επειδή έμειναν στην περιοχή και ίδρυσαν νέους οικισμούς. Εικάζεται επίσης ότι η δημιουργία της Οδύσσειας εκφράζει την πρόθεση των ποιητών να περιγράψουν πρώιμες εμπειρίες από τον Δεύτερο Ελληνικό Αποικισμό (8ος-6ος π.Χ. αι.) στην ευρύτερη Μεσόγειο και ιδιαίτερα στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία, όπου ιδρύθηκαν πόλεις τόσο ισχυρές, ώστε σταδιακά ανεξαρτητοποιήθηκαν από τις ελλαδικές τους μητροπόλεις.

Σε μια τόσο μακρινή και σκοτεινή εποχή, όλα αυτά μπορεί να είναι εντελώς απίθανα και ταυτόχρονα πάρα πολύ πιθανά. Η μόνη βεβαιότητα που φαίνεται να υπάρχει είναι ότι τα έπη του τρωικού κύκλου δεν περιγράφουν τον παλαιό ελλαδικό ανακτορικό πολιτισμό που καταστράφηκε τον δωδέκατο προχριστιανικό αιώνα αλλά τη νέα κοινωνική οργάνωση που ακολούθησε την καταστροφή του. Στα νέα κρατίδια, που δημιούργησαν οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες από τη συνένωση κοινοτήτων με κοινά φυλετικά χαρακτηριστικά, η αρχιστρατηγία στους πολέμους δινόταν σε ένα «βασιλιά» (τίτλος που παλαιότερα δινόταν στους αξιωματούχους του άνακτα), ο οποίος εκλεγόταν από τη συνέλευση των στρατηγών. Ως πρώτος μεταξύ ίσων, κάθε βασιλιάς στήριζε την εξουσία του στη μεγάλη φήμη και επιρροή που του έδιναν η σύνδεση με τις θεϊκές δυνάμεις, η οργάνωση μεγαλοπρεπών τελετών, εορτών και αγώνων, καθώς και τα ανδραγαθήματα σε μια αγροτοποιμενική κοινωνία που ζούσε από την καλλιέργεια της γης, την κτηνοτροφία, τους πολέμους για εδαφική επέκταση, τις ληστρικές επιδρομές, την πειρατεία, το δουλεμπόριο και τα λάφυρα. Η κατανομή των τελευταίων στους συμπολεμιστές δεν ήταν ίση, αλλά γινόταν ανάλογα με τη θέση που κατείχε ο καθένας στην ιεραρχία των «οίκων», δηλαδή των επιφανών οικογενειών με τις οποίες συνδεόταν ο υπόλοιπος πληθυσμός του κρατιδίου (γυναίκες, τεχνίτες, γεωργοί, βοσκοί και δούλοι) με διάφορες μορφές εξάρτησης.

Σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, η οργή του Αχιλλέα εναντίον του Αγαμέμνονα φαίνεται πως συμβολίζει την άνοδο μιας ισχυρής αριστοκρατίας που απέβλεπε στην κατάργηση της βασιλείας, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση του αριστοκρατικού πολιτεύματος της αρχαϊκής «πόλης-κράτους». Είναι η εποχή της λατρείας των ηρώων στη διάρκεια της οποίας  κάθε κατόρθωμα που αύξανε τον πλούτο και το γόητρο του πατρογονικού οίκου εθεωρείτο «ηρωικό» κι έδινε τροφή σε μύθους, θρύλους, χρησμούς, παραβολές και αλληγορικές εικόνες του κόσμου, οι οποίες μεταδίδονταν προφορικά από γενιά σε γενιά. Ο ρόλος των αοιδών και της συμποσιακής μουσικής ήταν καθοριστικός στη μεθερμηνεία του παρελθόντος με πλήθος προσαρμογών και παραλλαγών, οι οποίες γίνονταν πιστευτές ως «αλήθειες» και αποτελούσαν τα θεμέλια της συλλογικής ζωής της κοινότητας στο εκάστοτε παρόν της.

Όσο για το συλλαβικό σύστημα γραφής της Γραμμικής Β΄, δεν είναι βέβαιο ότι εξαφανίστηκε εντελώς κατά τους «σκοτεινούς χρόνους» που ακολούθησαν την καταστροφή του παλαιού ανακτορικού πολιτισμού. Ίσως αυτό να συνέβη για κάποιο χρονικό διάστημα στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου τα νέα κρατίδια φαίνεται πως έτρεφαν κάποια αντιπάθεια προς τις εμπορικές συναλλαγές με τους ανατολικούς λαούς, οι οποίες είχαν συμβάλει στην ισχύ και την αίγλη των ανακτορικών ιερατείων. Απέναντι όμως από την ελλαδική ενδοχώρα, στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου και στα μικρασιατικά παράλια, η ανάπτυξη νέων οικισμών δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την επανάληψη των εμπορικών συναλλαγών με τους ανατολικούς λαούς και την υιοθέτηση του φερόμενου ως «φοινικικού» συστήματος γραφής σε ανύποπτο χρόνο. Η προσαρμογή του στις ελληνικές διαλέκτους δεν έγινε ακαριαία. Χρειάστηκε αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για την επινόηση νέων γραμμάτων, την προσθήκη των φωνηέντων, τον χωρισμό των λέξεων, την εισαγωγή της στίξης και, εντέλει, τη δημιουργία μιας σχετικά ολοκληρωμένης αλφαβητικής γραφής πιθανότατα κατά τον ένατο προχριστιανικό αιώνα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στα σαράντα(;) χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια δημιουργήθηκαν τέσσερα ακόμα έπη (Αιθιοπίς, Μικρά Ιλιάς, Ιλίου Πέρσις και Νόστοι), τα οποία αφηγούνταν τα γεγονότα μετά το τέλος της Ιλιάδας και από τα οποία δεν σώζονται παρά μόνο μερικά αποσπάσματα και οι αναφορές των αρχαίων συγγραφέων σε αυτά. Αυτή η πλούσια λογοτεχνική παραγωγή έκανε πολλούς σύγχρονους μελετητές να μιλούν για κάποια μορφή «αναγέννησης» που φαίνεται πως έλαβε χώρα με την ανάπτυξη του γραπτού πολιτισμού, ο οποίος πάντως συνέχισε να συμβιώνει αρμονικά με τον προφορικό πολιτισμό μέχρι τη στιγμή που ο Πλάτων έφερε τους δύο πολιτισμούς σε αντιπαράθεση, καλλιεργώντας στερεότυπα και προκαταλήψεις με αισθητή επίδραση μέχρι σήμερα.

Προτεινόμενα αναγνώσματα

Campell, Joseph, O ήρωας με τα χίλια πρόσωπα: ο ρόλος του ήρωα στην παγκόσμια μυθολογία, μτφρ. Θεόδωρος Σιαφαρίκας, Αθήνα: Ιάμβλιχος 1995.

Hartog, François, «Οδυσσέας και Αυγουστίνος: από τα δάκρυα στο στοχασμό» στο Καθεστώτα ιστορικότητας: παροντισμός και εμπειρίες του χρόνου, μτφρ. Δημήτρης Κουσουρής, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2014, σ. 57-79.

Μαρωνίτης, Δ. Ν., Λ. Πόλκας & Κ. Τουλούμης, Αρχαϊκή Επική Ποίηση (greek-language.gr)

Μιχαήλ, Σάββας, «Οδυσσέας σε χαλεπούς καιρούς» στο Μορφές της περιπλάνησης, Αθήνα: Άγρα 2004, σ. 71-94.

Vidal-Naquet, Pierre, Ο κόσμος του Ομήρου, μτφρ. Αναστασία Κεφαλά, Αθήνα: Εξάντας 2002.

Εσείς
Πώς φαντάζεστε ένα μελλοντικό κόσμο χωρίς τη γραφή;

Leave a Reply