Skip to main content

Ο Γκάι Μόνταγκ ήταν πυρονόμος εντεταλμένος από μια ειδική υπηρεσία να καίει βιβλία και σπίτια που έκρυβαν βιβλιοθήκες. Το σύστημα ήταν πολύ απλό και το γνώριζαν όλοι: μια καταγγελία από τους γείτονες ήταν αρκετή για να αναλάβει δράση η υπηρεσία και να εξαλείψει κάθε ίχνος από ιδέες που μπορούσαν να διαταράξουν την πνευματική ηρεμία των πολιτών και να προκαλέσουν κοινωνικές ταραχές. Ο Μόνταγκ ήταν ευχαριστημένος από την εργασία του και απολάμβανε να βλέπει τις σελίδες των βιβλίων να αναφλέγονται, όταν η θερμοκρασία της φωτιάς που έβαζε με το φλογοβόλο του έφτανε στους 451 βαθμούς της κλίμακας Φαρενάιτ.

Έκανε αυτή τη δουλειά δέκα χρόνια, όταν μια μέρα συνάντησε ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι που του μίλησε για μια εποχή του παρελθόντος στην οποία οι άνθρωποι δεν φοβόντουσαν να γράφουν, να διαβάζουν και να συζητούν. Λίγο αργότερα, συνάντησε κι έναν ηλικιωμένο καθηγητή που του μίλησε για ένα μέλλον στο οποίο οι άνθρωποι θα μπορέσουν να ανακτήσουν την ικανότητα σκέψης που είχαν χάσει μετά την υποδούλωσή τους στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τον καταναλωτισμό, τα ναρκωτικά και τον κομφορμισμό.

Προβληματισμένος, ο Μόνταγκ έκανε το αδιανόητο: έκλεψε από ένα φλεγόμενο σπίτι ένα βιβλίο και προσπάθησε να πείσει τη γυναίκα του να το διαβάσουν και να προσπαθήσουν να καταλάβουν τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να ριχτεί στην πυρά. Όμως, η γυναίκα του τον κατήγγειλε και ο Μόνταγκ βρέθηκε κυνηγημένος από την υπηρεσία του, ένα ρομπότ-κυνηγόσκυλο με οκτώ πόδια, επίδοξους δολοφόνους, τα ΜΜΕ και, εντέλει, ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό.

Για να γλιτώσει από τους διώκτες του, o Μόνταγκ κατέφυγε στην ύπαιθρο και ενώθηκε με μια περιθωριοποιημένη κοινότητα συγγραφέων που, με διάφορες μνημοτεχνικές μεθόδους, είχαν καταφέρει να αποστηθίσουν πολλά βιβλία, διασώζοντας έτσι το περιεχόμενό τους από τη λήθη. Κάποτε, ο πόλεμος που ξέσπασε στις πόλεις έφερε την καταστροφή του συστήματος και οι περιθωριοποιημένοι συγγραφείς επέστρεψαν στον κόσμο, αφιερώνοντας τη ζωή τους στη δημιουργία του πολιτισμού από την αρχή.

Αντλώντας την έμπνευσή του από τις δημόσιες καύσεις βιβλίων στη ναζιστική Γερμανία, ο Ρέι Μπράντμπερι έγραψε το Φαρενάιτ 451 (1953) την εποχή που στις Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχούσε η μακαρθική αντικομμουνιστική υστερία κι ένας ακραιφνής αντιδιανοουμενισμός ανάλογος με εκείνον των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Οι προγραφές συγγραφέων, καλλιτεχνών, εκδοτών και δημοσιογράφων αποσκοπούσαν στον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου στο πλαίσιο μιας «πολιτικής ορθότητας», η οποία αντιμετώπιζε την άσκηση κριτικής ως προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος και του κοινωνικού κατεστημένου.

Στην ιστορία της γραφής, τα παραδείγματα του πολιτικού και ιδεολογικού μένους εναντίον της γραπτής έκφρασης περισσεύουν.  Όπως μας λέει ο Τζορτζ Στάινερ, όλες οι πράξεις γραφής αναφέρονται σε σχέσεις εξουσίας. Η εμπλοκή της ισχύος στο κείμενο, η χειραγώγηση των αναλφάβητων και των ημιμαθών, η αποκλειστική χρήση των κειμένων από «ιερατεία» γραφειοκρατών, πολιτικών, νομικών, κληρικών και άλλων δεσποτικών μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου απαντώνται από τους αρχαίους πολιτισμούς μέχρι την πλανητική διακυβέρνηση του εικοστού πρώτου αιώνα. Οι δυνάστες δεν δέχονται προκλήσεις και αντιλογίες κι αυτή η αμυντική στάση δεν υποδηλώνει παρά μόνο φόβο και ανάγκη για την καθολική ιδεολογική νομιμοποίηση που κατά βάθος ξέρουν πως δεν έχουν και πως δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν ποτέ.

Όμως, ποια βιβλία είναι ικανά να προκαλέσουν τέτοιο φόβο στα συστήματα εξουσίας; «Τα βιβλία που δαγκώνουν», γράφει ο Φραντς Κάφκα στο ημερολόγιό του. Θυμάμαι πως, όταν διάβασα για πρώτη φορά τη Μεταμόρφωση, ένιωθα για μέρες σαν να μου είχε αρπάξει το στομάχι μια δαγκάνα. Κι όσο περνούσε ο καιρός, αντί να χαλαρώνει, η δαγκάνα έσφιγγε ακόμα περισσότερο. Ώσπου μια μέρα πήρα επιτέλους το μήνυμα κι άρχισα να διαβάζω πάλι το βιβλίο από την αρχή, πιο αργά αυτή τη φορά και κρατώντας σημειώσεις για όλα όσα ένιωθα και καταλάβαινα, κυρίως όμως για όλα όσα ένιωθα αλλά δεν καταλάβαινα.

Αυτά είναι, λοιπόν, τα βιβλία που τρέμουν τα συστήματα εξουσίας. τα βιβλία που προκαλούν ρωγμές στην παθητικότητά μας και μας ωθούν να αλλάξουμε τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς. τα βιβλία που χλευάζουν την υποταγή μας στη μονολιθική «πολιτική ορθότητα» της εκάστοτε κυρίαρχης ιδεολογίας. τα βιβλία που μας καλούν να συνεχίσουμε την αναζήτηση, γκρεμίζοντας τα τείχη-φυλακές που χτίζουν γύρω μας οι πάσης φύσεως αυτάρεσκες αυθεντίες. τα βιβλία που περιγελούν την ιδεολογική μας προσκόλληση και στράτευση στη «σωστή πλευρά της ιστορίας». Ποιος καθορίζει ποια είναι η «σωστή» πλευρά της ιστορίας σε κάθε εποχή;

Τέτοια βιβλία μας αποκαλύπτουν τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού που υποκρινόμαστε ή θέλουμε να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει, επειδή δεν τη βλέπουμε. Είναι το alter ego της ανάλαφρης απόλαυσης και ψυχαγωγίας στην οποία οι «δημιουργικές βιομηχανίες» και η «έξυπνη οικονομία» έχουν εντάξει τη γραφή και την ανάγνωση, τους συγγραφείς και τους αναγνώστες ως παραγωγούς και καταναλωτές πολιτιστικών προϊόντων σύμφωνα με το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Όσα κάποτε θεωρούσαμε ως αγαθά μετατρέπονται σε εμπορευματοποιημένα και φετιχοποιημένα καταναλωτικά προϊόντα και την ίδια στιγμή η woke κουλτούρα, ο δικαιωματισμός και η νέα «πολιτική ορθότητα» της εποχής επιδίδονται σε μια εκστρατεία αποϊστορικοποίησης των πάντων. Ο πολιτισμός δεν εξελίσσεται πια μέσα από συγκρούσεις και διαλογικές ωσμώσεις. Ο χωροχρόνος του κόσμου είναι παροντικός, αρχίζει «εδώ και τώρα». Το παρελθόν είναι ύποπτο και το μέλλον είναι ΤΙΝΑ (There Is No Alternative), δεν προσφέρει καμία εναλλακτική.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, χιλιάδες βιβλία για την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία αποσύρονται από τις βιβλιοθήκες, επειδή τάχα προωθούν τον έμφυλο ρατσισμό. Χιλιάδες λογοτεχνικά βιβλία επανεκδίδονται διασκευασμένα και «καθαρισμένα» από λέξεις και φράσεις ύποπτες για παρακίνηση σε ανατροπή της κατεστημένης ηθικής (χαρακτηριστικό παράδειγμα η απάλειψη της λέξης «έκτρωση»). Χιλιάδες πανεπιστημιακοί καθηγητές, δημοσιογράφοι, γελοιογράφοι και άλλοι δημοσιολόγοι οδηγούνται σε παραίτηση ή απειλούνται με απόλυση και δολοφονία χαρακτήρα, αν τολμήσουν να επικρίνουν το Ισραήλ για τη γενοκτονία των Παλαιστινίων της Γάζας. Την ίδια στιγμή, θεοποιείται η αυτονόμηση της επιστήμης από την κοινωνία, η αθέατη και ανεξέλεγκτη εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία εισβάλλει στη ζωή και στην εργασία μας από την πίσω πόρτα, χωρίς κανόνες δεοντολογίας και χωρίς καμία διασφάλιση εναντίον της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Αναρωτιέμαι κι εγώ μαζί με ένα πανάρχαιο λατινικό ρητό: Ποιος φυλάει τους φύλακες; (Quis custodiet ipsos custodes?)

Προτεινόμενα αναγνώσματα

Bradbury, Ray, Φαρενάιτ 451, μτφρ. Βασίλης Δουβίτσας, επιμ. Σταύρος Πετσόπουλος, Αθήνα: Εκδ. Άγρα, 2012 (μεταφορά στον κινηματογράφο από τον Γάλλο σκηνοθέτη Φρανσουά Τριφό το 1966 και από τον Ιρανο-Αμερικανό σκηνοθέτη Ραμίν Μπαχράνι το 2018).

Κafka, Franz, Τα ημερολόγια (1910-1923), μτφρ. Αγγέλα Βερυκοκάκη, Αθήνα: Εκδ. Εξάντας, 2018.

Steiner, George, Η σιωπή των βιβλίων, Επίμετρο: Μισέλ Κρεπύ, μτφρ. Σοφία Διονυσοπούλου, Αθήνα: Εκδ. Ολκός, 2008.

Εσείς
Ποιο βιβλίο νιώσατε να πέφτει πάνω σας «σαν πέλεκυς που σκίζει την παγωμένη θάλασσα που κρύβουμε μέσα μας», όπως γράφει ο Κάφκα;

Leave a Reply