Πρόσφατα εισέβαλαν στον δημόσιο λόγο κάποιες “ζαχαρένιες” προσομοιώσεις
των πατριαρχικών και μητριαρχικών σχέσεων εξάρτησης και προστασίας.
Για άλλη μια φορά, πέσαμε από τα σύννεφα, όπως κάνουμε συνήθως. Για άλλη μια φορά, προσβλήθηκε ο μικροαστικός μας καθωσπρεπισμός και σπεύσαμε να επιδείξουμε την πολιτική μας ορθότητα με φωνασκίες, στηλιτεύοντας κάποιες γλωσσικές αστοχίες και παραλείψεις. Για άλλη μια φορά, η έμφαση στη γλωσσική διατύπωση και την εξωτερική φόρμα αποτέλεσε το άλλοθι για την παρελκυστική διαστρέβλωση της πραγματικότητας και τη μετατόπιση της συζήτησης από την ανάγκη για θεραπεία των αιτίων της φτωχοποίησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού στη δολοφονία χαρακτήρων, τη λογοκρισία και την άρνηση να κοιτάξουμε κατάματα ένα κοινωνικο-οικονομικό φαινόμενο συνυφασμένο με την ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού. Ας δούμε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα από την ιστορία του θεάτρου και της λογοτεχνίας.
Οι «sugar daddies», οι «sugar mamas» και τα «sugar babies» αποτελούν αρχετυπικούς θεατρικούς και λογοτεχνικούς χαρακτήρες από τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση τον δέκατο ένατο αιώνα μέχρι σήμερα, προσλαμβάνοντας κατά καιρούς διάφορες μορφές και αγοραίες ονομασίες. Η Γαλλία του Εμίλ Ζολά και της Μπελ Επόκ υπήρξε το πρότυπο. Νεαρά κορίτσια, προερχόμενα από αγροτικές περιοχές κατεστραμμένες από τη βίαιη εκβιομηχάνιση, μετανάστευαν στις μεγάλες πόλεις και δούλευαν σκληρά για να ζουν οι ίδιες και να συντηρούν τις οικογένειές τους στα χωριά. Γίνονταν μοδιστρούλες και εργατριούλες στα εργοστάσια (οι περίφημες «grisettes» από την τυπική γκρίζα εργατική στολή που φορούσαν), χορευτριούλες στα καμπαρέ (όπως ιδανικά τις απεικόνισε ο Τουλούζ Λοτρέκ), λουλουδούδες στις πολυσύχναστες λεωφόρους (σαν την Ελίζα Ντούλιτλ το 1913 στο θεατρικό έργο Πυγμαλίων του Ιρλανδού νομπελίστα συγγραφέα Τζορτζ Μπέρναρντ Σω και το 1956 στο μιούζικαλ Ωραία μου κυρία), υπηρέτριες, πλύστρες, ιερόδουλες σπιτιών και πεζοδρομίων. Φτωχά, αμόρφωτα και ταπεινής καταγωγής, πολλά από αυτά τα κορίτσια ονειρεύονταν έναν καλύτερο τρόπο ζωής και γίνονταν συχνά συνοδοί πλούσιων sugar daddies, αριστοκρατών και μεγαλοαστών, τραπεζιτών και βιομηχάνων, πολιτικών και διοικητικών αξιωματούχων, με αντάλλαγμα το «σπίτωμα» σε ένα αξιοπρεπές διαμέρισμα και την οικονομική τους συντήρηση. Κάποιες έξυπνες, δυναμικές και τυχερές εξελίσσονταν σε κοκότες πολυτελείας με περιουσία, κοινωνικό γόητρο, ακόμα και πολιτική επιρροή. Όμως, οι περισσότερες έπεφταν θύματα βίας και εκμετάλλευσης και πέθαιναν πολύ νέες από κακουχίες και ασθένειες.
Στον ίδιο τρόπο βιοπορισμού κατέφευγαν και πολλοί νεαροί άνδρες, οι οποίοι κυνηγούσαν τον πλούτο και τη φήμη, αναζητώντας μια διέξοδο από τη φτώχεια. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση πολλών Ευρωπαίων μεταναστών στην Αργεντινή που, την εποχή της μεγάλης διάδοσης του τάνγκο, μετανάστευαν στις Ηνωμένες Πολιτείες ή επέστρεφαν πίσω στην Ευρώπη, για να εργαστούν στη βιομηχανία του σεξ και της ψυχαγωγίας των ευρωπαϊκών μητροπόλεων ως δάσκαλοι χορού, «taxi-dancers» και συνοδοί ώριμων και πλούσιων sugar mamas. Περνούσαν για Λατίνοι εραστές και διαφήμιζαν τον ανδρισμό τους, αλλά η δύσκολη ζωή τους, οι υπέρμετρες φιλοδοξίες και οι ματαιωμένες προσδοκίες τους, τα πάθη και οι αυτοκαταστροφικές τους συμπεριφορές περιγράφονται με μελανά χρώματα στη στιχουργία του τάνγκο και στην αργεντινή λογοτεχνία της εποχής, η οποία φέρει έντονη την επίδραση του Εμίλ Ζολά και του γαλλικού νατουραλιστικού μυθιστορήματος.
Ένα ακόμα παράδειγμα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μέκκα του καπιταλισμού: Η δίκη της Μαίρης Ντιούγκαν (1929) είναι ένα γνωστό δικαστικό θρίλερ του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Bayard Veiller, ο οποίος περιγράφει τη ζωή μιας sugar baby που χρηματοδοτούσε τις σπουδές του αδελφού της και κατηγορήθηκε για τη δολοφονία του sugar daddy της. Στο ελληνικό κοινό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο ραδιόφωνο το 1958, αλλά πρόσφατα (τον Ιανουάριο 2024) ανέβηκε στη θεατρική σκηνή του ΚΘΒΕ από τη Θεατρική Ομάδα της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ με το αμείλικτο ερώτημα: Ποιος είναι ο ρόλος της δικαιοσύνης σε μια κοινωνία που φοράει τον υποκριτικό μανδύα του εκπολιτισμού, του εκσυγχρονισμού και της προόδου;
Το βέβαιο είναι ότι, με τα μέσα που μας παρέχει σήμερα και για όσο καιρό ακόμα θα παραμένει στοιχειωδώς δημοκρατικός ο παγκοσμιοποιημένος ψηφιακός καπιταλισμός, κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνωρίζει, εκτός κι αν εθελοτυφλεί με δική του/της ευθύνη. Στο διαδίκτυο μπορούμε πολύ εύκολα να βρούμε τα πάντα, από τις «ζαχαρένιες» πλατφόρμες μέχρι ολόκληρες ταινίες (αμερικανικές ως επί το πλείστον) και λεπτομερείς οδηγίες για το πώς μπορούμε να γίνουμε «επιτυχημένα» sugar babies, sugar daddies και sugar mamas. Εξίσου εύκολα όμως μπορούμε να βρούμε και επιστημονικές μελέτες, ερευνητικά άρθρα και κριτικές αναλύσεις των πολιτισμικών, κοινωνικών και οικονομικών παραμέτρων αυτού του φαινομένου. Η επιλογή της κατεύθυνσης προς την οποία θα κινηθούμε είναι δική μας.

Σας προτείνω να διαβάσετε το άρθρο «Τι ξέχασε να πει ο Δημήτρης Κουτσούμπας»,
και να ακούσετε τη ραδιοφωνική μεταφορά του θεατρικού έργου Η δίκη της Μαίρης Ντιούγκαν,
